Oταν απόψε θα αρχίσουν να μεταδίδονται από το Πότσνταμ τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στο Βρανδεμβούργο, δεν θα είναι μόνον ο καγκελάριος Σολτς, στη Νέα Υόρκη όπου θα βρίσκεται, που θα κρατά την ανάσα του. Πολλοί στην Ευρώπη θα μοιράζονται την αγωνία του.

Το Βρανδεμβούργο είναι το μοναδικό από τα πέντε ανατολικογερμανικά κράτη-μέλη της Γερμανικής Ομοσπονδίας, όπου σταθερά, από την επανένωση κι ύστερα, οι σοσιαλδημοκράτες διατηρούν την πολιτική ηγεμονία. Τώρα, για πρώτη φορά, κινδυνεύουν να τη χάσουν. Οι δημοσκοπήσεις βλέπουν την Ακροδεξιά (και μάλιστα στην πιο ακραία, με αποχρώσεις «ναζί-νοσταλγίας» εκδοχή της) AfD να προηγείται. Τυχόν νίκη της σήμερα θα είναι, για τον καγκελάριο προσωπικά, μια δεινή ήττα. Για τον κυβερνητικό συνασπισμό θα είναι μια δοκιμασία που ίσως κρίνει την επιβίωσή του, έναν χρόνο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές. Για την Ευρώπη θα είναι ένα πολύ δυνατό καμπανάκι κινδύνου.

Πολιτικά, οι αυριανές εκλογές είναι ένα διπλό τεστ. Λειτουργούν ακόμη τα περίφημα δημοκρατικά ανακλαστικά απέναντι στην Ακροδεξιά; Θα συσπειρωθούν οι ψηφοφόροι εναντίον της, μετά το σοκ των εκλογών, πριν από είκοσι μέρες, σε δύο άλλα ανατολικογερμανικά κρατίδια, τη Θουριγγία και τη Σαξονία, όπου οι ακροδεξιοί σάρωσαν; Ή έχουν πάψει πια να κινητοποιούν τέτοιες δημοκρατικές ευαισθησίες; Κι ένα δεύτερο τεστ. Είναι αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της ανερχόμενης Ακροδεξιάς η αφομοίωση των θέσεών της από τα mainstream, τα κεντροαριστερά πολύ περισσότερο, κόμματα; Ή φέρνει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα;

Ως προς αυτήν, τη δεύτερη όψη της δοκιμασίας: Λίγες μέρες μετά τον θρίαμβο της Ακροδεξιάς στη Θουριγγία και τη Σαξονία και λίγες μέρες πριν απ’ τις εκλογές στο Βρανδεμβούργο, η κυβέρνηση Σολτς προχώρησε σε μια κίνηση πανικού. Για να αφαιρέσει – όπως πίστευε – το έδαφος κάτω από τα πόδια της Ακροδεξιάς, προχώρησε στην επιβολή ελέγχων στα χερσαία σύνορα της χώρας που, σημειωτέον, έχει γύρω της μόνον χώρες που μετέχουν στη ζώνη Σένγκεν.

Ηταν μια κίνηση που, όπως πολλοί έχουν σημειώσει, δίνει ένα τριπλό χτύπημα στην ευρωπαϊκή ιδέα και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πετά στα σκουπίδια την ευρωπαϊκή συμφωνία για τη μετανάστευση, που υιοθετήθηκε λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, ύστερα από χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων. Ανοίγει τον δρόμο για την αυθαίρετη και μονομερή κατάργηση της ελευθερίας μετακίνησης εντός της Ενωσης, απ’ όποια κυβέρνηση, όποιας χώρας, πιέζεται πολιτικά. Και υπονομεύει τη στοιχειώδη αλληλεγγύη που είναι προϋπόθεση για κάθε βήμα εμπρός προς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης – ή τουλάχιστον τη διατήρηση του ενωσιακού κεκτημένου.

Μα, πέρα από όλα αυτά, η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων, μπορεί να αποδειχθεί και μια κίνηση ιδανικής πολιτικής αυτοχειρίας για το SPD το ίδιο, το οποίο το 2021 είχε κατακτήσει, μάλλον απροσδόκητα, και για πρώτη φορά ύστερα από 20 χρόνια, την πρώτη θέση στις εκλογές.

Ηταν μια ειδική, ευτυχής συγκυρία. Η φοβερή εμπειρία του Covid είχε αλλάξει την ιεράρχηση των αξιών και των ιδεών στις συνειδήσεις των πολιτών της Ευρώπης. Η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, η κοινή διαχείριση της εμβολιαστικής εκστρατείας και η κοινή αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης, έσπασε παλιά ταμπού και ανάστησε τη σημασία ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Ο υπαρξιακός φόβος για τον μετανάστη «που θα μας κάνει ξένους στην ίδια μας τη χώρα» είχε υποχωρήσει. Η άνοδος της Ακροδεξιάς ανακόπηκε όχι μόνον στη Γερμανία, όπου η AfD έχασε δυνάμεις, αλλά και στις ολλανδικές εκλογές, όπου ο Βίλντερς συνετρίβη και, φυσικά, στις ΗΠΑ όπου ο Μπάιντεν απέκρουσε τον τυφώνα Τραμπ.

Ηταν μια ακόμη επιβεβαίωση ενός απλού, αδιάψευστου πολιτικού δόγματος. Πως όταν στη συνείδηση των πολιτών κυριαρχούν οι κοινωνικοοικονομικές αγωνίες, η Κεντροαριστερά έχει μια ευκαιρία να μιλήσει σε μεγάλα ακροατήρια και οι ιδέες της να επικρατήσουν. Οταν κυριαρχούν οι κοινωνικοπολιτιστικές αγωνίες, τα ταυτοτικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση, και οι συναφείς φόβοι, οι πιο συντηρητικές και εθνικιστικές δυνάμεις κάνουν πάρτι.

Από τότε, όμως, το κλίμα έχει αλλάξει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναστήσει φόβους και ανασφάλειες που ευκολότερα παροχετεύονται στον αταβιστικό φόβο του «άλλου», του ξένου. Οπως κάποτε η πίεση του μεγάλου κραχ παροχετευόταν στη δαιμονοποίηση του «άλλου», του Εβραίου. Επιπλέον, στο περιβάλλον της νέας αυτής κρίσης, οι προσδοκίες που συνόδευαν τη νίκη της Κεντροαριστεράς, ειδικά στη Γερμανία, έχουν διαψευστεί. Κι έτσι, η μετανάστευση έχει γίνει, ξανά, και όχι μόνο στη Γερμανία, το τοτέμ που ενσωματώνει και «παρηγορεί» τον φόβο της πτώσης μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Και η Ακροδεξιά, και πάλι όχι μόνον στη Γερμανία, κερδίζει και πάλι έδαφος.

«Και τι θέλετε να κάνει ο Σολτς;», λένε κάποιοι. Να αφήσει τους ναζί να κερδίσουν τις εκλογές, εκμεταλλευόμενοι τον φόβο για τους μετανάστες; Οχι, βέβαια. Θα σηκώσει εκείνος, ακόμη ψηλότερα, τη σημαία της δυσανεξίας απέναντι στους ξένους! Σωστό; Αμφιβάλλω.

Γιατί έτσι συνομολογεί την ατζέντα των αντιπάλων του και της δίνει ακόμη μεγαλύτερη ορατότητα και νομιμοποίηση. Αναγνωρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια ήπειρο που για χίλιους σοβαρούς λόγους, που η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι απαριθμεί, παρακμάζει οικονομικά και περιθωριοποιείται, το μεγάλο πρόβλημα είναι τάχα η μετανάστευση. Το ότι ανάμεσα στα 490 εκατομμύρια των Ευρωπαίων, ένα 1,5% του πληθυσμού (2,8% στη Γερμανία) είναι πρόσφυγες που έχουν πάρει άσυλο. Δέχεται, δηλαδή, να παίξει στο γήπεδο του εχθρού.

Πόσο πιθανό είναι να του βγει σε καλό; Ελάχιστα, πιστεύω. Αλλά ας περιμένουμε μέχρι να ψηφίσει σήμερα το Βρανδεμβούργο.