Απρόσμενη τροπή πήραν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις τον Ιούλιο, αιφνιδιάζοντας σε μεγάλο βαθμό τους παράγοντες του τουρισμού.
Στην «κορύφωση» της τουριστικής σεζόν, τα έσοδα υποχώρησαν κατά 220,4 εκατ. ευρώ κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης της δαπάνης από τους τουρίστες από τις χώρες της Ευρωζώνης (-8,3% αλλά και των ΗΠΑ -11,7%).
Οι φίλιες δυνάμεις και οι Ιταλοί
Οι «φίλιες» δυνάμεις του ελληνικού τουρισμού, δηλαδή οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αμερικάνοι ξόδεψαν φέτος τον Ιούλιο πολύ λιγότερα από πέρυσι ανά ταξίδι με μοναδική εξαίρεση τους Ιταλούς (που κατά πολλούς έκαναν την έκπληξη).
Στον αντίποδα, οι τουρίστες από τις χώρες εκτός ζώνης του ευρώ, κυρίως από τις βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες ξόδεψαν τον φετινό Ιούλιο 15,8% περισσότερα από το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Η μέση δαπάνη
Παρουσιάζοντας χθες το ταξιδιωτικό ισοζύγιο του Ιουλίου και του επτάμηνου του 2024 η Τράπεζα της Ελλάδος σημείωσε ότι η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 5,7% τον Ιούλιο στα 583,9 ευρώ ενώ το επτάμηνο υπέστη μείωση κατά 9,1% στα 608 ευρώ.
Τον Ιούλιο του 2024, όπως προαναφέρθηκε, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 4,2% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023, στα 4.031,4 εκατ. ευρώ, έναντι 4.208,8 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2023,
Το επτάμηνο ταξιδιωτικές εισπράξεις, διαμορφώθηκαν στα 10.952,7 εκατ. ευρώ, κατά 577,5 εκατ. ευρώ, ή 5,6%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Την ίδια στιγμή βέβαια η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 4,1% τον Ιούλιο του 2024 στους 6,357 εκατ. τουρίστες και το επτάμηνο κατά 11,2% στα 17,982 εκατ. τουρίστες έναντι 16,170 εκατ. τουριστών το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Στην κορυφή οι Βρετανοί
Σύμφωνα με την ΤτΕ τον Ιούλιο τα πιο πολλά χρήματα ξόδεψαν οι Βρετανοί (720,1 εκατ. ευρώ) και ακολουθούν οι Γερμανοί με 539,9 εκατ. ευρώ και οι Ιταλοί με 276,3 εκατ. ευρώ. Στο επτάμηνο τα πιο πολλά χρήματα στην Ελλάδα ξόδεψαν οι Γερμανοί τουρίστες περί τα 1.763,2 εκατ. ευρώ και ακολουθούν οι Βρετανοί με 1.728,7 εκατ. ευρώ και οι Αμερικάνοι (ΗΠΑ) με 759,6 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο ειδικά το μήνα Ιούλιο εκτός των Ιταλών οι προερχόμενοι από τις προαναφερόμενες υπό εξέταση χώρες είχαν πολύ σφιχτό πορτοφόλι.
Η μέση κατά κεφαλή δαπάνη του Γάλλου περιορίσθηκε στα 590 ευρώ έναντι 936,91 ευρώ τον Ιούλιο του 2023, του Γερμανού στα 644,04 ευρώ έναντι 802,92 ευρώ πέρυσι, του Αμερικάνου στα 1.043,76 ευρώ έναντι 1.188,42 ευρώ πέρυσι και του βρετανού στα 805,03 ευρώ έναντι 887,28 ευρώ πέρυσι.
Τις πταίει;
Ειδικοί του τουριστικού κλάδου που παρακολουθούν στενά τα μεγέθη σημειώνουν στον ot.gr ότι χρειάζεται μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη για να εξηγηθεί η μείωση στην ταξιδιωτική δαπάνη του Ιουλίου.
Κάτι που όπως λένε είχε να παρατηρηθεί πολλά χρόνια, προσθέτοντας βέβαια ότι η διαφορά που δίνει η έρευνα που είναι δειγματοληπτική, είναι πολύ μικρή.
Συγκράτηση δαπανών
Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι εμφανής μία συγκράτηση των δαπανών των τουριστών γεγονός που επιβεβαιώνεται και από όσα αναφέρουν από την αρχή της σεζόν σε όλους σχεδόν τους προορισμούς επιχειρηματίες των ξενοδοχείων και της εστίασης.
Όπως αναφέρεται η μείωση των εσόδων οφείλεται στη μείωση των δαπανών των ξένων ταξιδιωτών εξαιτίας της ύφεσης που επικρατεί στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές και την πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Επίσης η μέση δαπάνη ανά ταξίδι συνδέεται και με την διάρκεια των διακοπών. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση μείωσης του αριθμού των ημερών διακοπών των τουριστών λόγω της γενικότερη οικονομικής συγκυρίας στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι επιπτώσεις του Airbnb
Ξενοδοχειακοί παράγοντες σημειώνουν επίσης ότι η κυβερνητική επιλογή της ενίσχυσης της παρουσίασης των βραχυχρόνιων μισθώσεων με τους ενοίκους των καταλυμάτων αυτών να «μαγειρεύουν κάθε μέρα μακαρόνια στο κατάλυμα που νοικιάζουν» μειώνουν τη μέση δαπάνη.
Τα αυξημένα έσοδα των σούπερ μάρκετ στις τουριστικές περιοχές πιστοποιούν αυτή την τάση προσθέτουν.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζουν οι ειδικοί φέτος αναμένεται νέα άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων καθώς για να μην συμβεί αυτό θα πρέπει η μείωση των εισπράξεων από τον Αύγουστο μέχρι και το τέλος του χρόνου θα πρέπει να είναι πάνω από 5% σε σύγκριση με πέρυσι.
Πηγή: ΟΤ