Ο αέρας στον εξωτερικό χώρο του πολυτελούς εστιατορίου Albane, στην ταράτσα του ξενοδοχείου J Marriott των Καννών, ήταν τρομακτικός εκείνο το μεσημέρι του περασμένου Μαΐου, όταν μετά από αρκετό κόπο είχα καταφέρει να βρεθώ για λίγο με τον γάλλο ηθοποιό Πιερ Νινέ. Το ραντεβού ήταν για συνέντευξη, καθώς ο Νινέ, εδώ και μερικά χρόνια ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της Γαλλίας, βρισκόταν στο φεστιβάλ της γαλλικής πόλης για την προώθηση της τελευταίας μέχρι σήμερα ταινίας του, «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο» που εδώ και λίγο καιρό προβάλλεται και στις ελληνικές αίθουσες από τη ΣΠΕΝΤΖΟΣ ΦΙΛΜ. Ομως με το φορτωμένο πρόγραμμα του 35χρονου ηθοποιού η συνέντευξη αυτή αποδείχθηκε περισσότερο μια σύντομη συνάντηση, συνδυασμένη με δυο καφέδες και ένα τοστ που ο Νινέ, στα όρια της εξάντλησης, φαινόταν να έχει ανάγκη.
«Ο Μπάστερ Κίτον δεν είναι αυτός;» είναι το πρώτο πράγμα που ο ίδιος ο Νινέ με ρωτά μετά τις συστάσεις δείχνοντας το αριστερό πέτο του σακακιού μου ενώ καθόμαστε. Προς στιγμήν ξαφνιάζομαι και μετά συνειδητοποιώ ότι το μεταλλικό pin που το πρωί είχα επιλέξει να βάλω στο σακάκι μου είναι πράγματι ο σπουδαίος αμερικανός κωμικός του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κίτον, ο οποίος, όπως αντιλαμβάνομαι, ανήκει στις μεγάλες αγάπες του Νινέ. Εδώ που τα λέμε, ο Νινέ φέρνει λίγο στο πρόσωπο τον Κίτον, ίσως στο θλιμμένο ύφος. Του το λέω. Ο ηθοποιός ενθουσιάζεται, σχεδόν κοκκινίζει από ντροπή και με ευχαριστεί για το σχόλιο. «Δεν ξέρετε πόσο με έχει επηρεάσει ο Μπάστερ Κίτον» λέει και αρχίζει να λέει για το πώς τον ανακάλυψε όταν ήταν μικρός βλέποντας ταινίες του στην τηλεόραση αλλά και στις κινηματογραφικές αίθουσες. «Στο δωμάτιό μου είχα μια τεράστια αφίσα του, ήταν πραγματικά το είδωλό μου».
«Νταντές, όπως Αμλετ»
Αντιλαμβάνομαι ότι η προθέρμανση για τον ουσιαστικό λόγο αυτής της συνάντησης, μια συζήτηση για τη συμμετοχή του Πιερ Νινέ στον τελευταίο κινηματογραφικό «Κόμη Μόντε Κρίστο», ήταν καλή, οπότε τον ρωτώ πώς αισθάνθηκε όταν του έγινε η πρόταση να υποδυθεί τον Εντμόν Νταντές, τον ήρωα του Αλέξανδρου Δουμά, στον κινηματογράφο. Γουρλώνει τα μάτια, από απορία περισσότερο. «Μα για τα δικά μας μέτρα, στη Γαλλία, το να σου προτείνουν να παίξεις τον Νταντές είναι πραγματικά τεράστια υπόθεση» είπε. «Είναι σαν να λένε σε έναν βρετανό ηθοποιό να παίξει, τι να πω, τον Αμλετ, τον Οθέλλο, ή κάποιον άλλον ήρωα του Σαίξπηρ. Πέρα από το ότι ο Νταντές αποτελεί κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς μας στη Γαλλία, ο ίδιος ως χαρακτήρας είναι τόσο πολυδιάστατος και περίπλοκος που αποτελεί παράδεισο για κάθε ηθοποιό. Οταν μoυ έγινε η πρόταση δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ καν».
Με αφετηρία το 1815 στη Μασσαλία, το βιβλίο του Δουμά, όπως και οι ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Π. Νινέ, παρακολουθεί την εξέλιξη της ζωής του ναυτικού Εντμόν Νταντές, ο οποίος ακριβώς τη στιγμή που είναι έτοιμος να δει όλα τα όνειρά του να πραγματοποιούνται με την προαγωγή του σε καπετάνιο του πλοίου και την αγάπη της ζωής του, τη Μερσέντες (Αναΐς Ντεμουστιέ), έτοιμη να τον παντρευτεί, τα χάνει όλα. Προδομένος από αντιπάλους αλλά και υποτιθέμενους φίλους, καταγγελθείς ως μέλος μιας συνωμοσίας υπέρ του Βοναπάρτη, ο Νταντές φυλακίζεται χωρίς δίκη και χωρίς ελπίδα επιστροφής. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα και μετά τη μυστική καθοδήγηση ενός συγκρατούμενου (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), ο Νταντές δραπετεύει από το νησί στο οποίο βρίσκεται φυλακισμένος και ανακαλύπτει τον θρυλικό θησαυρό που κρύβεται σε ένα άλλο νησί, το Monte Cristo. Με μια τεράστια περιουσία, καταστρώνει ένα εξαιρετικό σχέδιο για να πάρει την εκδίκηση που λαχταρά. Υιοθετώντας πολλαπλές ταυτότητες – ανάμεσά τους και τον «Κόμη του Μόντε Κρίστο» – ο Νταντές προσεγγίζει πρώτα στους εχθρούς του, οι οποίοι είναι πλέον αξιωματούχοι υψηλού επιπέδου, για να τους χτυπήσει. Αλλά το τίμημα της εκδίκησης είναι βαρύ…
Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση της σχέσης του Νινέ με τον «Κόμη Μόντε Κρίστο» είναι ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια δεκαετία προτού ο ηθοποιός γεννηθεί, ο Ντενί Ντε Λα Πατελιέρ, ο πατέρας του Αλεξάντρ Ντε Λα Πατελιέρ, ενός εκ των δύο σκηνοθετών της πρόσφατης ταινίας (ο άλλος είναι ο Ματιέ Ντελαπόρτ), είχε επίσης γυρίσει έναν «Κόμη Μόντε Κρίστο» αλλά ως μίνι σειρά για την τηλεόραση. «Είναι μια περίεργη σύμπτωση πράγματι» μου λέει ο Νινέ. «Θυμάμαι πολύ καλά ότι είχα παρακολουθήσει αυτή τη σειρά όταν ήμουν παιδί και επίσης θυμάμαι πόσο ένιωσα να με επηρεάζει η ερμηνεία του Ζακ Βεμπέρ που υποδύθηκε τον Νταντές. Υπήρξαν και άλλοι ηθοποιοί που μου είχαν αρέσει σε αυτόν τον ρόλο, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ για παράδειγμα, αλλά ο Βεμπέρ ήταν ο πρώτος που είχα δει. Και να που τόσα χρόνια αργότερα, εγώ ήμουν που βρέθηκα στον ρόλο με σκηνοθέτη τον γιο εκείνου που είχε κάνει τη σειρά. Η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια, έτσι δεν είναι;».
Σαν να μην έφτανε αυτή η σύμπτωση, το μυθιστόρημα «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο» υπήρξε ο λόγος για τον οποίο ο Πιερ Νινέ θέλησε για πρώτη φορά στη ζωή του να νιώσει, κάπως, χωρίς ο ίδιος να ξέρει πώς, την αίσθηση της περιπέτειας. «Διάβασα το βιβλίο του Δουμά εκεί κοντά στα 15» είπε «και ακόμα και σήμερα με θυμάμαι, μόλις το είχα τελειώσει, να κάνω βόλτες σε ένα λιμάνι και να αγναντεύω τη θάλασσα. Το μυαλό μου ταξίδευε. Ηταν πραγματικά το πρώτο μυθιστόρημα που μου προκάλεσε έντονα την ανάγκη της μετακίνησης. Και κάποια στιγμή, λίγο αργότερα, την ένιωσα, όχι βεβαίως στο ίδιο πλαίσιο με αυτό του μυθιστορήματος… Αλλά, θέλω να πω, ο Εντμόντ Νταντές έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ζωή μου, ίσως και να τη διαμόρφωσε κάπως».
Το τοστ και ο καπουτσίνο του έρχονται και ο Νινέ τα δέχεται με όρεξη, ζητώντας ευγενικά συγγνώμη αλλά «πρέπει να τσιμπήσω κάτι γιατί θα πέσω ξερός έτσι όπως πάω». Ακολουθεί μια γερή μπουκιά και με την ευκαιρία τον ρωτώ, αφού του επισημαίνω ότι είναι αξιοθαύμαστα αδύνατος, ότι η εικόνα του στην ταινία είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή. «Οι ώρες που σπατάλησα στο γυμναστήριο ήταν ατελείωτες» απάντησε. «Το θέμα με τον Νταντές είναι ότι μεταμορφώνεται και σωματικά, κάτι που έπρεπε να φανεί στο δικό μου σώμα, αφού εγώ τον υποδύομαι. Ο Νταντές μένει πετσί και κόκαλο στα 15 χρόνια που βρίσκεται στη φυλακή αλλά όταν δραπετεύει και βρίσκει τον θησαυρό που θα τον κάνει πάμπλουτο, οργανώνει με ανάλογο τρόπο την εκδίκησή του. Μετατρέπεται σε μια μηχανή θανάτου, γίνεται ένας δυναμικός και σωματικά άντρας. Για αυτή τη μεταμόρφωση χρειάστηκε να γίνει πολλή δουλειά. Επρεπε να χτίσω ένα άλλο σώμα πάνω μου».
«Τον θεωρούν τέρας»
Ρωτώ τον Νινέ πώς εκλαμβάνει τον Νταντές ως άνθρωπο, πώς εισπράττει τις πράξεις του. Ο ηθοποιός σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα την ερώτηση πριν απαντήσει. «Οπως είπα, ως χαρακτήρας είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δοθεί σε έναν ηθοποιό. Ομως δεν θα μπορούσα να τον συμμεριστώ, δεν θα μπορούσα ποτέ να συμφωνήσω με την ιδέα της εκδίκησης. Οταν συναντάμε τον Νταντές για πρώτη φορά, βλέπουμε έναν αθώο, αμόλυντο στην ψυχή του ναυτικό που θέλει απλώς να προσφέρει το καλό και να ζήσει στη θάλασσα την οποία λατρεύει. Οταν τον αφήνουμε στο τέλος βλέπουμε ότι έχει σκληρύνει σαν πέτρα, κάποιοι μάλιστα τον θεωρούν τέρας. Το πάθος της εκδίκησης τον έχει μεταμορφώσει σε κάτι άλλο. Με τη σωστή σκηνοθεσία και καθοδήγηση, αυτό το ταξίδι από τη μια άκρη της ψυχής στην άλλη μπορεί να γίνει συναρπαστικό για τον ηθοποιό, όπως θέλω να πιστεύω και για τον θεατή. Αντιλαμβάνομαι ότι ο Νταντές είναι ένας άνθρωπος που τον πνίγει το δίκιο του αλλά παίρνοντας το αίμα του πίσω από εκείνους που του κατέστρεψαν την ζωή, πολύ αμφιβάλλω για το αν κερδίζει την ευτυχία. Η εκδίκηση δεν προσφέρει ευτυχία. Μπορεί να σου προσφέρει ένα είδος ικανοποίησης τη στιγμή που νιώθεις ότι εκδικείσαι, όμως τι θα γίνει αργότερα; Αν έχεις πραγματικά συνείδηση είσαι καταδικασμένος να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μέσα στις ενοχές και – πολύ πιθανόν – τη μετάνοια. Και αυτό, νομίζω, είναι κάτι που η ταινία επιδιώκει να περάσει, αυτό καταλαβαίνουμε στο τέλος όταν βλέπουμε τον Νταντές μόνο του μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας χωρίς κανέναν δίπλα του. Χωρίς συντροφιά».
Γεννημένος στην Μπουλόν – Μπιλανκούρ στις 13 Μαρτίου 1989, ο Πιερ Νινέ ασχολείται με την υποκριτική από παιδί. Είπε ότι ήταν μόλις 11 ετών όταν άρχισε να παίζει σε σχολικές παραστάσεις. Στα 21 του κατάφερε να γίνει μέλος του θιάσου Comédie – Française, μια πραγματικά πολύ μεγάλη επιτυχία του, ένα κατόρθωμα γιατί εκείνη την εποχή ήταν το νεότερο σε ηλικία μέλος του θιάσου. Εμεινε στην οικογένεια της Comédie Française πέντε ολόκληρα χρόνια, αναζητώντας παράλληλα ευκαιρίες στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. «Το θέατρο είναι το μεγαλύτερο σχολείο για έναν ηθοποιό, τελεία και παύλα» είπε. «Νομίζω πως ό,τι είμαι, ό,τι έχω γίνει, το οφείλω στο θέατρο, και αυτή είναι η μόνη αλήθεια».
Εξάλλου ήταν αυτή ακριβώς η δουλειά του στο θέατρο που τον έκανε γνωστό στον χώρο και τελικά τον βοήθησε στον κινηματογράφο. Εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες κρατώντας μικρούς ρόλους – «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν είναι μία από αυτές –, αλλά μεγάλο ρόλο έπαιξε η επιτυχία του στον ρόλο του Ιβ Σεν Λοράν στο βιογραφικό δράμα του Τζαλίλ Λεσπέρ «Yves Saint Laurent» (2014), που είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Νινέ, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και εκτός της χώρας. Για αυτόν τον ρόλο ο ηθοποιός κέρδισε το βραβείο Patrick Dewaere και μετά το Σεζάρ καλύτερου ηθοποιού. Μάλιστα, όταν κέρδισε το Σεζάρ στα 26 του, έγινε ο νεότερος ηθοποιός που κέρδισε ποτέ αυτό το βραβείο.
Και οι πόρτες άνοιξαν. Σύντομα ακολούθησαν θαυμάσιοι ρόλοι σε ταινίες όπως το α λα Πατρίτσια Χάισμιθ θρίλερ «Ο συγγραφέας» του Γιαν Γκοζλάν, η «Οδύσσεια» του Ζερόμ Σαλ, όπου ο Νινέ υποδύθηκε τον Φιλίπ Κουστό, γιο του Ζακ Ιβ Κουστό, η «Υπόσχεση της αυγής» του Ερίκ Μπαρμπιέ, μια πολύ ενδιαφέρουσα μεταφορά του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Ρομάν Γκαρί, αλλά και το θρίλερ «Το μαύρο κουτί», επίσης του Γκοζλάν, στο οποίο ο Νινέ υποδύεται έναν αναλυτή «μαύρων κουτιών» αεροπλάνων, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια συνωμοσία κρυμμένη πίσω από ένα αεροπορικό δυστύχημα.
«Το πάθος σε καθοδηγεί»
«Νομίζω ότι σε αυτή τη δουλειά, του ηθοποιού, πέρα από κάθε τι είναι το πάθος που σε καθοδηγεί – αρκεί να το έχεις όντως μέσα σου» είπε κάνοντας νόημα στη βοηθό του για έναν ακόμα καφέ. «Κάθε ταινία στην οποία παίζω με διδάσκει τι θέλω να κάνω – όπως και τι θα μπορούσα να κάνω – ως ηθοποιός. Αλλά αυτό που επίσης έχω καταλάβει ότι μου ταιριάζει είναι η παραγωγή. Λατρεύω να βρίσκομαι μέσα σε ένα σχέδιο από την αρχή, να μαθαίνω όλα τα στάδια, όλα τα μυστικά, να ανταλλάσσω γνώμες, να διαφωνώ ή να συμφωνώ, να ακούω το όραμα του κάθε σκηνοθέτη. Αυτή η διαδικασία την οποία αποκαλώ “εφ’ όλης της ύλης” έχει να κάνει με την παραγωγή της ταινίας. Και νομίζω ότι σε αυτό το κομμάτι είμαι αρκετά καλός». Μια από τις μελλοντικές δουλειές του είναι η ταινία «Guru», και πάλι του Γιαν Γκοζλάν, στην οποία ο Νινέ εκτός από πρωταγωνιστής θα είναι και συμπαραγωγός.
Πώς όμως το πάθος για την ηθοποιία συνάδει με την καθημερινότητά του Πιερ Νινέ; «Νομίζω ότι ένα κοινό σημείο της δουλειάς μου με την προσωπική μου ζωή είναι η παρατήρηση» απάντησε ο Νινέ. «Λατρεύω να παρατηρώ τα πάντα, και μάλιστα μπορώ να πω ότι το κάνω κάθε μέρα, όπου και να βρίσκομαι. Παρατηρώ αντιδράσεις, παρατηρώ λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, παρατηρώ καταστάσεις, μορφασμούς, τα πάντα… Για παράδειγμα, αν βρεθώ σε ένα εστιατόριο, ξέρω ότι το βλέμμα μου θα αρχίσει να μεταφέρεται διακριτικά από τους σερβιτόρους στους πελάτες και θα προσπαθήσω να καταλάβω από τις αντιδράσεις τους αν κάτι άρεσε ή όχι. Βέβαια, με ενδιαφέρει πάντα η αλήθεια. Καμιά φορά όμως την αλήθεια τη φτιάχνουμε μόνοι μας. Και αυτό είναι η μυθοπλασία».