Πολύ προβληματικά άρχισε η νέα θητεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Τις δυσκολίες προοιωνίζονταν η αίσθηση ακινησίας, που έρχεται σε αντίθεση με τις ανάγκες των καιρών και την προσμονή των κοινωνιών, καθώς και η επανεκλογή ως προέδρου της Επιτροπής ενός προσώπου που κατεξοχήν εκφράζει την ακινησία. Από τους τρεις σε όλη την ιστορία των ευρωπαϊκών θεσμών που πήραν μια δεύτερη συνεχόμενη θητεία στην ηγεσία της Επιτροπής, μόνο ο Ντελόρ την δικαιούνταν και την τίμησε. Ο Μπαρόζο, των greek statistics, υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή στη δεύτερη θητεία από ό,τι στην πρώτη, και το ίδιο κινδυνεύει να πάθει η κυρία Φον ντερ Λάιεν. Το πρόβλημα δεν είναι η ίδια και η υστεροφημία της, αλλά η λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών. Και είναι αναμενόμενο αυτή η λειτουργία, σε μια έτσι κι αλλιώς απαιτητική συγκυρία, να πάσχει με μια επικεφαλής που αμφισβητείται από την ίδια της την πολιτική παράταξη, που διοικεί με αυταρχισμό – οι κατηγορίες του αποπεμφθέντα γάλλου επιτρόπου Μπρετόν, πέρα από την προσωπική πικρία, λένε δυνατά αυτό που όλοι στις Βρυξέλλες γνώριζαν – και την οποία αψηφούν ανοιχτά σημαντικοί θεσμικοί παράγοντες – από στελέχη της Επιτροπής, έως ηγέτες κρατών-μελών και άλλων χωρών.
Οι δυο σημαντικότερες εκδηλώσεις που διασπούν την ευρωπαϊκή ενότητα υπερβαίνουν το πρόσωπο της προέδρου της Επιτροπής αλλά διευκολύνονται από την επανεκλογή της. Πρώτη ήρθε η πρωτοφανής στην ιστορία της Ενωσης ανοιχτή εναντίωση – κανονικό μπαϊράκι – της προεδρεύουσας χώρας στην κοινή πορεία της Ενωσης. Φυσικά η χώρα αυτή, η Ουγγαρία, και το πρόσωπο που τη διοικεί, ο Ορμπαν, είχαν ήδη μια «ειδική στάση», και γι’ αυτό έχουν από καιρό απομονωθεί εντός της Ενωσης. Ομως η άσκηση από την προεδρεύουσα χώρα διπλωματίας αντίθετης με την ευρωπαϊκή γραμμή, σε ένα ζήτημα της σημασίας του Ουκρανικού, καθώς και η άρνηση εκπλήρωσης υποχρεώσεων – συμμόρφωση με αποφάσεις, πληρωμή προστίμων – βγάζουν μια εικόνα σύγχυσης και σύγκρουσης: ως «αντίποινα» στην Ουγγαρία, η Επιτροπή αποστέλλει χαμηλόβαθμους εκπροσώπους της στις συναντήσεις της Προεδρίας, ενώ η ισπανική κυβέρνηση έθεσε πρόσφατα βέτο στην αγορά ισπανικής σιδηροδρομικής εταιρείας από ουγγρική. Ακόμα περισσότερο «τσούζει», καθώς προέρχεται από τη μεγαλύτερη χώρα της Ενωσης, που τυχαίνει να είναι και πατρίδα της προέδρου της Επιτροπής, η μονομερής απομάκρυνση της Γερμανίας από τους πρόσφατα, και με πολύ κόλπο, συμφωνημένους κανόνες του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση. Το ότι το ίδιο το Σύμφωνο προβλέπει δυνατότητα μη εφαρμογής των κανόνων του, το πολύ για έξι μήνες, από μια χώρα, δεν δικαιολογεί τη Γερμανία, αφού κάποια γενικά προβλήματα με μετανάστες εμπλεκόμενους σε εγκληματικές ενέργειες και, κυρίως, η ήττα του κυβερνώντος συνασπισμού σε τοπικές εκλογές, δεν πληρούν την έννοια των «εξαιρετικών συνθηκών», υπό τις οποίες και μόνο επιτρέπεται η εξαίρεση.
Κυρίως, η γερμανική στάση είναι πολιτικά και συμβολικά καταστροφική για το σύνολο της Ενωσης. Πρώτον, γιατί καταλύει εκ των έσω ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της, την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και τη Συνθήκη Σένγκεν. Και δεύτερον γιατί δημιουργεί προηγούμενο και βρίσκει κακόπιστους μιμητές: ήδη η Ολλανδία, ρητά, καθώς και η Ιταλία, η Αυστρία και πολλές άλλες χώρες ζητούν εξαιρέσεις – από την κοινή μεταναστευτική πολιτική –, παρακάμψεις – του προϋπολογισμού – και διασπάσεις κάθε είδους. Κάνοντας να τρίζουν έτσι τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενότητας τη χειρότερη δυνατή στιγμή.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος