Ο Στάθης Παχίδης είναι ποταμός αφηγήσεων και ευαισθησίας. Είναι και αυτό που λέμε «χαρά της ζωής» και σκέφτομαι καθώς μιλάμε πρωί εν μέσω καφέ στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του, πως αυτό βασικά είναι η καύσιμη ύλη του για να μην το βάζει κάτω. Πάνω από τρεις δεκαετίες στο τραγούδι, τη σύνθεση, τα κείμενα διατηρεί μια μοναδική γραμμή στο ελληνικό μουσικό και θεατρικό τοπίο.
Ιδρυτικό στέλεχος στο θρυλικό σχήμα Αγαμοι Θύται – έχει αποχωρήσει από το 2013 –, τραγουδοποιός, ερμηνευτής, μοιάζει με έναν απεριόριστο σκληρό δίσκο μνήμης αλλά και με πίστη στο παρόν και στο μέλλον των ιδεών και της τέχνης του. Από τις συναντήσεις του με θρυλικά πρόσωπα του λαϊκού, στις συμπράξεις και τις συνεργασίες του – φιλίες του – με δημιουργούς όπως ο Νταλάρας, ο Νικολόπουλος, ο Ανδρέου, ο Σκαμπαρδώνης, ο Αγάθωνας, μέχρι το πρόσφατο βιβλίο που κυκλοφόρησε με απίθανες ιστορίες μουσικών, ο Παχίδης είναι ένας απολαυστικός storyteller, γνώστης του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού.
Είστε δραστήριος και πολυσχιδής. Να ρωτήσουμε αρχικώς πού σας βρίσκουμε φέτος σε σχέση με το θέατρο και με νέα τραγούδια, συνεργασίες σας και άλλα.
Το πολυσχιδές, που λέτε, δεν έχω καταλήξει αν είναι έπαινος τελικά. Θαυμάζω πάντα τους αφοσιωμένους σε ένα μόνο πεδίο αλλά με παρηγορεί κάπως η στόχευσή μου να κάνω πράγματα που φιλοδοξούν να αφήνουν έστω κι ένα μικρό ίχνος. Λοιπόν για φέτος «Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα», ένα μουσικοθεατρικό εγχείρημα σπονδυλωτής κωμωδίας για παιδιά, που γράψαμε με τη Σταυρούλα Παγώνα με μουσική δική μου και σκηνοθεσία της Εύης Σαρμή. Ανέβηκε σε παραγωγή του ΚΘΒΕ την περσινή θεατρική σεζόν στο Βασιλικό Θέατρο με ηθοποιούς εξαίρετους και θα συνεχίσει για δεύτερη χρονιά – ξεκινά πάλι στις 29 Σεπτεμβρίου, Κυριακές για το κοινό και καθημερινές για τα σχολεία. Δεν σας κρύβω πως έκλεβα χρόνο κάποιες καθημερινές, για να δω το σχεδόν πάρτι, που στήνουν στο φινάλε της παράστασης οι μαθήτριες και οι μαθητές των σχολείων με τους υπονομευμένους κλασικούς παραμυθοήρωες του έργου, που πέφτουν θύματα των fake news.
Fake news; Δηλαδή;
Η εξοικείωση των παιδιών με τη μούφα του καθημερινού βομβαρδισμού ανεξέλεγκτων πληροφοριών ήταν ένα στοίχημα, και λέω πως κάτι καταφέραμε όχι με τον κλασικό διδακτισμό αλλά με τα σπουδαία σατιρικά εργαλεία. Μας βοήθησε στοχευμένα το Τμήμα ΜΜΕ και Επικοινωνίας του ΑΠΘ και οι κυρίες Ιωάννα Κοσταρέλλα και Αναστασία Κατσαουνίδου, που παρέδωσαν σε παιδιά, δασκάλους και γονείς χρήσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των fake. Από την άλλη, παρότι έγινε και το μνημόσυνο της δισκογραφίας, επιμένω να πετάω μπουκάλι στον ωκεανό εκδίδοντας νέο τραγούδι (έρχεται ένα ντουετάκι τη νέα χρονιά) και είναι στα σκαριά και μια συλλογή παιδικών τραγουδιών με τη Σταυρούλα και την Εύη.
Πώς αλήθεια έχετε ρυθμίσει έτσι τον χρόνο σας ώστε και να ασκείτε το επάγγελμά σας, ως νομικός και να έχετε μια δυναμική παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα; Η διεύθυνση του χρόνου είναι σήμερα ένα μεγάλο ερώτημα – ζητούμενο για τον κόσμο…
Η ζωή είναι ομαδικό άθλημα και είμαι καταρχήν ευγνώμων στις συνεργάτριες και στους συνεργάτες μου σε όσους τομείς τρέχω – χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα πολλά από όσα κάνω. Η ζωή είναι ισχυρότερο ερέθισμα από την όποια τέχνη αλλά πολλά κάνω δυστυχώς και εις βάρος της ανάπαυσης ή του (τι-είναι-αυτό;) προσωπικού χρόνου. Πιστεύω όμως, ειδικά για το δημιουργικό μέρος, και σε έναν εσωτερικό χρόνο, αυτόν δηλαδή της επώασης και του μαγικού κλικ του ευρήματος, που δεν έχει να κάνει με εργατοώρες αλλά με τη μέσα διαδρομή.
Προσφάτως βγάλατε ένα απολαυστικό βιβλίο («Οι Παιχνιδιάτορες», εκδόσεις Μετρονόμος) με άγνωστες και πραγματικές ιστορίες μουσικών και ερμηνευτών που μοιάζουν να ακροβατούν μεταξύ του σκωπτικού και του δραματικού. Πώς το σκεφτήκατε, πόσον καιρό τις μαζεύατε, είναι αληθινές;
Εχοντας μια υπερτριαντάχρονη διαδρομή σε κάθε χώρο όπου παίζεται μουσική ζωντανά (από σκυλάδικο μέχρι πλατφόρμα τρακτέρ) αλλά και ως εκ γενετής καλός ακροατής και παρατηρητής, σημείωνα ιστορίες μουσικών, που είχαν αυτήν ακριβώς τη διπλή υφή, γιατί πίσω από το εμφανισμένο σκωπτικό ή σατιρικό κρύβεται ένα μάλλον υποδόριο λυρικό. Αν δεν τις έγραφα εγώ, έστω και χωρίς διευθύνσεις και ονόματα, ίσως και να έμεναν μόνο στον χώρο του ανέκδοτου και επειδή βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη διαδρομή από την αφοσίωση και τη μοναχικότητα του ψώνιου μέχρι τη συντριβή ή την αποθέωση της έκθεσης των μουσικών, έγινε το βιβλίο. Οι περισσότερες ιστορίες είναι αληθινές – όπου δεν ήμουν εγώ, ήταν οι φίλοι μου – και σε ελάχιστες περιπτώσεις μπήκα στον πειρασμό να προσθέσω αυτό που θα ήθελα εγώ να έχει συμβεί.
Ποια ξεχωρίζετε να μοιραστείτε σε μία παράγραφο με τους δικούς μας αναγνώστες;
Η μία παράγραφος με δυσκολεύει εξαιρετικά γιατί είναι αδύνατο να μεταδοθεί το κλίμα κι ο περίγυρος της ιστορίας, πράγμα που ήταν από τα βασικά ζητούμενα όταν έγραφα. Ωστόσο συγκλονιστική ήταν για μένα η συνάντηση με υπερήλικο gay μπουλουκτσή, κορυφαίο των εορταστικών εκδηλώσεων στο νησί του, που τον φιλοξένησα στην πρώτη του συνέντευξη στη ραδιοφωνική μου εκπομπή. Την αφοσίωσή του στη Μαρία Κάλλας αλλά και την ανάγκη του να κάνει έναν σπαρακτικό απολογισμό ζωής απευθυνόμενος με δάκρυα στους συντοπίτες του, θέλω να ελπίζω πως κατάφερα να μεταφέρω στο κείμενο «Ημουν άλλος» των «Παιχνιδιατόρων».
Πάμε λίγο σε μια από τις στιγμές που ήταν η αφορμή να σας μάθει ένα ευρύ κοινό και που έχει γράψει ιστορία. Είστε ιδρυτικό μέλος των Αγάμων Θυτών, παρότι έχετε αποχωρήσει από το 2013. Πώς αλήθεια ξεκίνησε το σχήμα, με ποια πρόσωπα και τι θεωρείτε καθοριστικό για την επιτυχία τους;
Οι Αγαμοι ξεκινούν με χαρακτηριστική αποτυχία, 18 Οκτωβρίου 1990 στο Υψηλόν Βολτάζ από μια παρέα ταλαντούχων φίλων, που περιλάμβανε Ρούλα Μανισάνου, Δημήτρη Σταρόβα, Ιεροκλή Μιχαηλίδη κι εμένα, με κειμενική υποστήριξη και όχι μόνον από τη συγγραφάρα Γιώργο Σκαμπαρδώνη (που υπέγραφε ως Γιώργος Κλήμεντος) ενώ αμέσως μετά έρχονται στην ομάδα ο Χρήστος Μητρέντζης και ο Θοδωρής Αθερίδης – εξαιρετική σύνθεση και μέγα μάθημα συνύπαρξης. Η μουσικοθεατρική εναλλαγή, η μείξη σατιρικών κειμένων με ανάλογα τραγούδια και μουσικές καθώς και το πλάγιο βλέμμα της αντιμετώπισης του όλου υλικού έπαιξαν σημαντικό ρόλο αλλά κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την καθοριστική γενναιοδωρία του Γιώργου Νταλάρα, που μας σύστησε στο ευρύ κοινό.
Υπάρχει χώρος θεωρείτε για το σατιρικό, σκωπτικό τραγούδι σήμερα; Συχνά διασκευάζετε γνωστές επιτυχίες με τον δικό σας τρόπο ακολουθώντας μια γραμμή θα τολμούσα να πω από Ηλία Μεγαλούδη, Γιάννη Λογό, Θέμη Ανδρεάδη, Ζαμπέτα, Μπίλη κ.ά.
Το 90% της πενιχρής τραγουδοποιητικής παραγωγής σήμερα εξαντλείται στη θεματολογία «κλάψτε κόσμε, έφυγε η γκόμενα ή ο γκόμενος» και το υπόλοιπο σε στιχουργία καταγγελτική, που πουλά «ενάντια» – κανείς δεν έχασε χρήματα εν Ελλάδι πουλώντας «ενάντια». Χώρος δεν υπάρχει ποτέ, τον ανοίγουν πάντα οι δημιουργοί και επιτρέψτε μου να συμπληρώσω εν μέρει τη λίστα σας με τον Λουκιανό, τον Τζιμάκο, τον Γιάννη Μηλιώκα – σίγουρα ξεχνώ κι άλλους αλλά ο μίτος προχωρά και σε νέα παιδιά όπως ο Γραμμένος ή οι Χατζηφραγκέτα. Ζούμε σε μια χώρα που, όσο και να θες να την πάρεις σοβαρά, δεν σ’ αφήνει, οπότε είναι αναπόφευκτο πως η τραγουδοποιία δεν θ’ αφήσει την ευκαιρία. Αλλοι επιλέγουν την οργή της ραπ, οι πιο λεπταίσθητοι προτιμούν τον σαρκασμό, τη σάτιρα ή και την παρωδία. Να επισημάνω, προς επιβεβαίωση των λόγων μου, πως οι περισσότεροι από τους παραπάνω, πέρα από το άδικο βάρος της ταμπέλας του σατιρικού, έχουν και θαυμάσιες λυρικές τραγουδοποιητικές καταθέσεις, που αξίζει να τις ψάχνουμε.
Ποιες από τις συνεργασίες σας ξεχωρίζετε μέσα στα χρόνια ως συνθέτης, συνδημιουργός, ερμηνευτής;
Δηλώνω τυχερός άνθρωπος γιατί ήμουν εκεί: σε δημιουργική μετεφηβική καθημερινότητα με τον συμφοιτητή μου Γιώργο Ανδρέου. Στο μάθημα συνύπαρξης και εμφυλίου πολέμου των Αγάμων επί σχεδόν 25 συναπτά έτη. Στον ορισμό του τι σημαίνει συνεπής καλλιτέχνης στο υψηλότατο επίπεδο από τον Γιώργο Νταλάρα. Στον λυρικό σαρκασμό (ναι, μπορούν να είναι συνυφασμένα αυτά) της Αρλέτας. Στο αρτεσιανό φρέαρ έμπνευσης, που λέγεται Χρήστος Νικολόπουλος. Στη μύηση στον ελληνικό τρόπο τραγουδοποιίας από τον Αγάθωνα Ιακωβίδη. Στη μαγεία της θεατρικής πράξης με τον Αστέρη Πελτέκη, την Εύη Σαρμή και τη Σταυρούλα Παγώνα. Πώς να μην είμαι ευγνώμων;
Εχετε μια εμφανή αγάπη και προσήλωση στο λαϊκό. Γνωρίσατε σημαντικά πρόσωπα από αυτό. Θα πω τρία ονόματα: Ακης Πάνου, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας. Τι κρατάτε από τον καθένα;
Ο γενέθλιος τόπος μου τραγουδοποιητικά είναι το λαϊκό τραγούδι και μάλιστα χωρίς οριοθετήσεις και ετικέτες, μια και αδυνατούμε σήμερα να βιώσουμε το πλαίσιο που το γέννησε. Στα μαθήματα στιχουργικής που έκανα στο μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας επίμονα κέντρωνα στους αφώτιστους αλλά τόσο ευθύβολους λαϊκούς στιχουργούς – η αμεσότητά τους λείπει σήμερα. Εχω να λέω πως συνάντησα τους τρεις σπουδαίους: τον Τσιτσάνη, ως θρασύς πρωτοετής στην κουζίνα στο Χάραμα, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον παππού μου απ’ την Κατοχή. Τον Ζαμπέτα (τι περιβόλι, τι πλάγιο βλέμμα, τι περφόρμερ ακόμη και με δύο μπουκάλες οξυγόνο) στα καμαρίνια του Βολτάζ, όπου έκανε την τελευταία του εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε μια απίστευτη βόλτα αποχαιρετισμού στην οδό Μητροπόλεως, η πλήρης αποθέωση στο μισό μέτρο μπρος μου. Τον Ακη, που είχε την περιέργεια να μάθει ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι που έβαλαν το «Αδιόρθω – αναρχί» σε παράσταση και ήρθε τρεις φορές στους Αγαμους με κουβέντα μετά ως το ξημέρωμα.
Είχατε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Βασίλη Καρρά. Σε μια συγκυρία υποχώρησης του λαϊκού, ή μιας παρεξηγημένης ματιάς σε αυτό με το φίλτρο του καλτ (sic), πιστεύετε πως οι εποχές γεννούν Καρράδες ή οι Καρράδες φτιάχνουν το δικό τους αποτύπωμα στις εποχές;
«Στείλε ν’ ακούσω, πιτσιρίκο»: αυτό έχω πάντα στ’ αφτιά μου από τον Βασίλη για κάθε νέο άκουσμα και χρωστώ την επαφή μαζί του τα τελευταία χρόνια στον εξάδελφό μου και στενό του φίλο Θεόδωρο Παχίδη, παρότι τον γνώριζα από τη δεκαετία του ’80, όταν ο Δημήτρης Σταρόβας έπαιζε μαζί του. Οι εποχές είναι το ενυδρείο αλλά το ψάρι πρέπει να ξέρει να ταξιδεύει. Τα ερεθίσματα που επιζητούσε ο Βασίλης να λαμβάνει, η ολική σάρωση που έκανε στη ζωή και στις τέχνες ήταν απρόσμενα και ίσως ασύμβατα με τη δημόσια εικόνα – είδωλο του άρχοντα της καψούρας, του γνήσιου λαϊκού παιδιού της διπλανής πόρτας. Ανέλαβε το βάρος του κορυφαίου του Χορού για τόσες νύχτες του κοινού των Ελλήνων και αν υπήρχε – το έχω ξαναπεί – διδακτορικό Εμπειρικής Ψυχολογίας (κι ας συγχωρήσουν οι ψυχολόγοι την αυθαιρεσία), ο Βασίλης Καρράς, με τόσα που είχε βιώσει, θα το είχε από χρόνια στο τσεπάκι.
Φτάσατε με τον αείμνηστο και φίλο σας Αγάθωνα στη Eurovision. Πώς συνέβη αυτό;
Είχε τρελό γέλιο όλο αυτό – διπλό εκτός έδρας κανονικά. Με τον Ηλία Κόζα, κεφαλή των ΚΟΖΑ ΜΟΣΤΡΑ, γράψαμε το «Alcohol is free» για τον δίσκο των παιδιών, όπου συμμετείχε ο τολμηρός Αγάθωνας, που δεν μασούσε από διαχωριστικές γραμμές και ετικέτες – αρκεί να γούσταρε. Δεν πήγαινε για κάπου το τραγούδι, έψαχναν τα παιδιά πού θα εκδοθεί και στις συζητήσεις με δισκογραφική έπεσε η πρόταση να μπει σε ψηφοφορία κοινού καταϊδρωμένο την τελευταία στιγμή για τη Γιουροβίζιον.
Με πλήρη άγνοια τι σημαίνει το περιβάλλον και τα συμπαραμαρτούντα του διαγωνισμού Γιουροβίζιον, 7-8 απ’ αλλού τελείως Βορειοελλαδίτες μπήκαμε στο τριπάκι παίζοντας στα διαλείμματα Σκαρβέλη, ροκ εν ρολ και τσάμικα και σαρώσαμε.
Χωρίς καμιά σχεδόν υποστήριξη (η μπάντα γύρισε με ΚΤΕΛ στη Θεσσαλονίκη) το τραγούδι πήρε την 6η θέση, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτη ως σήμερα από το 2013. Ενα καλό τραγούδι, και μάλιστα με ελληνικό στίχο, αντέχει παντού και πάντα, άσε που είχα ν’ απαντώ σε τζιτζιφιόγκους και τάχα μου political ορθούς του στυλ γιατί εξυμνείτε το αλκοόλ. Ο Αγάθων γλέντησε κανονικά τα μεσημεριανάδικα και το καταχάρηκε – στα βαρέα κι ανθυγιεινά το παλικάρι, καλή του ώρα.
Ως επίμονος Θεσσαλονικεύς, νιώθω άνθρωπος του περασμένου αιώνα
Διαμένετε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Από άποψη ή και βιοπορισμό; Παραμένει πόλη με λαϊκό χαρακτήρα ή μιμείται την Αθήνα και τις κακές όψεις της δεύτερης;
Οι λόγοι που παρέμεινα στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν να κάνουν ούτε με άποψη, ούτε με βιοπορισμό, ήταν καθαρά προσωπικοί, άσε που δεν ήταν δυνατό να προβλέψω την ολική καταστροφή της δισκογραφίας, όταν αποφάσιζα. Ωστόσο δεν μου πάει η οπτική περί ιδιαιτερότητας της Θεσσαλονίκης με στερεότυπα περασμένων δεκαετιών – απλώς εδώ φαίνονται πιο εύκολα οι παθογένειες. Στη νέα τεχνολογική και μεταναστευτική πραγματικότητα του παγκόσμιου χωριού οι ιδιαίτερες αποχρώσεις των πόλεων κοντεύουν πια να εκμηδενιστούν κι αν προσθέσει κανείς και τη χαρακτηριστική αδιαφορία όλων ανεξαιρέτως των κυβερνώντων για την παραμικρή εκχώρηση αρμοδιότητας στην περιφέρεια, το σκηνικό γίνεται έως και δραματικό – δεν μπορεί η χώρα να φιλοδοξεί να γίνει ένα απέραντο Ελληνικό. Ως επίμονος Θεσσαλονικεύς, νιώθω άνθρωπος του περασμένου αιώνα, όταν είτε σκαλίζω είτε μιλώ για την ιστορικότητα της διαρκούς και από ανάγκη πάντα ανοιχτής αυτής πόλης, ξέροντας κάποια λίγα από όσα κρύβονται κάτω απ’ τα πλακάκια των πεζοδρομίων της. Το μέλλον όμως είναι αύριο και ήδη στρίβει τη γωνία.