Τα συναισθήματα που πριν από δύο χρόνια προκάλεσε το «The Batman», η σκοτεινότερη όλων ταινία για τον άνθρωπο – νυχτερίδα είναι ποικίλα γιατί ο σκηνοθέτης Ματ Ριβς ανέτρεψε πλήρως τον μύθο του χάρτινου ήρωα της DC Comics που υποδύεται εκεί ο Ρόμπερτ Πάτινσον. Ωστόσο, αν για ένα πράγμα οι πάντες μπορούν να συμφωνήσουν, αυτό είναι η μεταμόρφωση του Κόλιν Φάρελ ως Πιγκουίνου (ή αλλιώς Οσβαλντ – Οζ – Κόμπλποτ). Οσο και αν προσπαθήσεις να βρεις κάπου τον όμορφο, αρρενωπό Ιρλανδό που γνωρίζεις, δεν πρόκειται να τα καταφέρεις.
Το ίδιο φυσικά αναμένεται να γίνει και με τη σειρά «The Penguin» που ακολούθησε το «The Batman» εστιάζοντας στον Οζ και τις εγκληματικές δραστηριότητές του. Ο Πιγκουίνος του Φάρελ είναι κλασική περίπτωση κινηματογραφικού (και τώρα τηλεοπτικού) χαρακτήρα, στον οποίο τον πρώτο λόγο έχει το μακιγιάζ. Ισως και πιο πάνω από την ίδια την ερμηνεία. Ανατρέχοντας στην κινηματογραφική Ιστορία θα βρούμε δεκάδες παραδείγματα που υπογραμμίζουν το παραπάνω ξεκινώντας μάλιστα από τα γεννοφάσκια του σινεμά με ήρωες όπως το Τέρας του Φρανκενστάιν του Μπόρις Καρλόφ στον «Φρανκενστάιν» (1931). Βέβαια, ο Πιγκουίνος όπως και το Τέρας του Φρανκενστάιν είναι πρόσωπα της μυθοπλασίας, οπότε εκεί το μακιγιάζ μπορεί να γίνει αυθαίρετα· γι’ αυτό και από ταινία σε ταινία διαφέρει. Ο Πιγκουίνος του Φάρελ ας πούμε, δεν έχει καμία σχέση με τον Πιγκουίνο του Ντάνι Ντε Βίτο στο «Ο Μπάτμαν επιστρέφει» (1992) του Τιμ Μπάρτον. Οπως και το Τέρας του Μπ. Κάρλοφ, δεν θυμίζει σε τίποτα το Τέρας του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον «Φρανκενστάιν» (1994) του Κένεθ Μπράνα.
Με τα υπαρκτά πρόσωπα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν και η προσπάθεια να υπάρξει απόλυτη ταύτιση του ηθοποιού με το πρόσωπο είναι πολύ μεγαλύτερη, εκτός αν σκηνοθέτης είναι ο Χιλιανός Πάμπλο Λαρέν στου οποίου τα βιογραφικά δράματα οι ηθοποιοί δεν είναι απαραίτητο να ομοιάζουν με τα πρόσωπα που υποδύονται. Η Νάταλι Πόρτμαν δεν ήταν ακριβώς η Τζάκι Κένεντι στην «Τζάκι» (2016), η Κίρστεν Στιούαρτ απείχε πολύ από τη Λαίδη Νταϊάν Σπένσερ στη «Σπένσερ» (2021) και η Αντζελίνα Τζολί, εμφανισιακά ουδεμία σχέση έχει με τη Μαρία Κάλλας στη φετινή «Maria». Ομως οι ταινίες του Λαρέν είναι η εξαίρεση στον κανόνα.
Ο Γκάντι και ο Λα Μότα
Αφού κέρδισε τον ρόλο του Μαχάτμα Γκάντι στον «Γκάντι» (1982) του σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο σερ Μπεν Κίνγκσλεϊ μετακόμισε στην Ινδία και έζησε όσο καλύτερα μπορούσε ως Γκάντι. Προετοιμάστηκε για τον ρόλο του μελετώντας πλάνα του Γκάντι από ειδησεογραφικά στιγμιότυπα, διάβασε όλα τα βιβλία του Γκάντι αλλά και πολλά που είχαν γραφτεί για εκείνον, έκανε γιόγκα, έμαθε να γυρίζει το νήμα όπως έκανε ο Γκάντι και βεβαίως μπήκε σε μια εξαντλητική διαδικασία αυστηρής δίαιτας. Τελικά έμοιασε τόσο πολύ με τον ινδό ηγέτη, που στην εποχή της ταινίας γράφτηκε ότι στα γυρίσματα πολλοί ντόπιοι νόμιζαν ότι ήταν το… φάντασμα του Γκάντι.
Ασπρόμαυρη, τραχιά και βίαιη, η ταινία «Οργισμένο είδωλο» (1980), έμεινε στην Ιστορία κυρίως για την ερμηνεία του Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο οποίος μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά σε πυγμάχο Τζέικ Λα Μότα καθοδηγούμενος από την εξίσου παθιασμένη σκηνοθεσία του Μάρτιν Σκορσέζε. Λεπτός και μυώδης για τις σκηνές πάνω στο ρινγκ και «φορτωμένος» με πολλά έξτρα κιλά για την περίοδο της απόλυτης παρακμής του Λα Μότα, ο Ντε Νίρο πέτυχε την ερμηνεία της ζωής του, κέρδισε το Οσκαρ α’ ρόλου και τον τίτλο του ηθοποιού «χαμαιλέοντα».
Εξω και «μέσα»
Για τον ρόλο του ως Ντικ Τσένι στο «Vice» (2018), ο Κρίστιαν Μπέιλ πήρε έξτρα βάρος 45 κιλών, ξύρισε το κεφάλι του, άσπρισε τα φρύδια του και έκανε ειδικές ασκήσεις για να παχύνει ο λαιμός του. Ο Μπέιλ δήλωσε ότι πέτυχε την ιδανική σωματική διάπλαση για τον ρόλο του στην ταινία τρώγοντας πολλές πίτες. Ισχυρίστηκε δε ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε διατροφολόγο για να βοηθήσει στην αύξηση του σωματικού βάρους, καθώς πλέον τον ενδιέφερε περισσότερο η διατήρηση της υγείας του παρά όταν ήταν νεότερος άνδρας.
Επίσης, λόγω του αυτοσχεδιαστικού στυλ σκηνοθεσίας του Aνταμ Μακ Κέι, η έρευνα του Μπέιλ έπρεπε να είναι περισσότερο σχολαστική από κάθε άλλη για ρόλο του. Μάλιστα, εφόσον ο Τσένι είχε καρδιακά προβλήματα στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, ο Μπέιλ χρειάστηκε να μελετήσει την πρόληψη της καρδιακής προσβολής ως μέρος της μεθόδου του. Εχει γραφεί ότι οι συμβουλές του κατέληξαν να σώσουν τη ζωή του ΜακΚέι που υπέστη καρδιακή προσβολή μετά τα γυρίσματα.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η επιρροή που το πρόσωπο έχει ασκήσει στον ηθοποιό ήταν τέτοια που μετά την ταινία ο ρόλος δεν έλεγε να φύγει από πάνω του. «Ποτέ δεν ένιωσα αυτό το βάθος αγάπης για έναν άλλο άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ» θα έλεγε ο Ντάνιελ Ντέι Λούις μετά την ταινία «Λίνκολν» (2012) του Στίβεν Σπίλμπεργκ όπου υποδύθηκε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν. «Και πιθανόν αυτή είναι η επίδραση που έχει ο Λίνκολν στους περισσότερους ανθρώπους που αφιερώνουν χρόνο για να τον ανακαλύψουν… Μακάρι να μείνει μαζί μου για πάντα».
Κίντμαν και Θέρον
Δεν είναι ευρέως γνωστό, όμως η ταινία «Οι ώρες» (2002) στην οποία η Νικόλ Κίντμαν υποδύεται τη συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ, ρόλος για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ α’ ρόλου, αποκλείστηκε από την Ακαδημία για το Οσκαρ καλύτερου μακιγιάζ επειδή έγιναν ψηφιακές πινελιές σε κοντινά πλάνα της ηθοποιού για να φαίνεται η μύτη χωρίς ραφές. Η προσθετική μύτη ήταν μια επίπονη διαδικασία, όμως η Κίντμαν δεν είχε πρόβλημα να τη φοράει ακόμα και εκτός γυρισμάτων διότι την περίοδο των γυρισμάτων χώριζε από τον Τομ Κρουζ και φορώντας την ψεύτικη μύτη της μπορούσε εύκολα να αποφύγει τους παπαράτσι!
Τέλος, υπάρχουν φορές που το τίμημα της «μεταμόρφωσης» μπορεί να είναι αποκαρδιωτικό για τον/την ηθοποιό που την πέτυχε. Παράδειγμα η Σαρλίζ Θέρον που κέρδισε το Οσκαρ για την ταινία «Monster» (2003) της Πάτι Τζένκινς όπου «μεταμορφώθηκε» στη δολοφόνο κατ’ εξακολούθηση Αϊλίν Γουόρνος.
Για ένα μεγάλο διάστημα η Θέρον αντί να ακούει σχόλια για τις υποκριτικές της ικανότητες, ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίζει την εμμονή των δημοσιογράφων με το πώς ένας όμορφος, αδύνατος άνθρωπος θα μπορούσε να είναι αρκετά «θαρραλέος» για να πάρει βάρος και, όπως έκτοτε έγινε γνωστό στην κινηματογραφική βιομηχανία, «βγει άσχημος» (go ugly).
Αποτυχημένες «μεταμορφώσεις»
- Τζακ Νίκολσον ως Τζίμι Χόφα (φωτογραφία) στον «Χόφα»
- Αλ Πατσίνο ως Τζίμι Χόφα στον «Ιρλανδό»
- Λεονάρντο ντι Κάπριο ως Εντγκαρ Τζ. Χούβερ στο «J. Edgar»
- Αντονι Χόπκινς ως Ρίτσαρντ Νίξον στο «Νίξον»
Δεν χρειάστηκαν «μεταμόρφωση»
- Γουόρεν Μπίτι ως Τζον Ριντ (φωτογραφία) στους «Κόκκινους»
- Μόργκαν Φρίμαν ως Νέλσον Μαντέλα στον «Ανίκητο»
- Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ως Τρούμαν Καπότε στον «Καπότε»
- Σαλ Μίνεο ως Τζιν Κρούπα στο «Gene Krupa Story»