Οι μετεωρολογικοί ορισμοί ασκούν πάνω μου μεγάλη γοητεία: είναι εντυπωσιακή η δόση φαντασίας, επινοητικότητας, λεκτικού πλούτου, τολμώ να πω ενίοτε και χιούμορ, που αυτή η τόσο σοβαρή και σημαντική επιστήμη διαθέτει. Και που επιδεικνύει, όχι μόνο με τα ονόματα με τα οποία βαπτίζει (με ελαφρώς σεξιστική αλλά και χαϊδευτική χροιά…) κάθε λογιών απειλητικά, ακραία, δυνητικά φονικά καιρικά φαινόμενα, αλλά και με τις επίσημες ορολογίες της. Προχθές λ.χ. μάθαμε για τον Εμποδιστή Αντικυκλώνα: οι αντικυκλώνες εμποδισμού είναι «τα μεγάλης κλίμακας μοτίβα» (τι λέξη!) που μπλοκάρουν ή ανακατευθύνουν κυκλώνες και βροχές. Απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, το έργο τους είναι ευλογημένο· αλλά πόσο πιο ευλογημένο θα ήταν, σκέφτομαι, αν είχαν την ιδιότητα να αποτρέπουν ή να μπλοκάρουν και τις πολιτικές θύελλες παντού – και στην ελληνική επικράτεια, πιο συγκεκριμένα.

Η ελληνική έρις είναι ΠΟΠ (προστατευόμενης ονομασίας προέλευση) περισσότερο κι από τη φέτα. Στον κόσμο όλο, όλοι ξέρουν για τις έριδες των Ελλήνων. Το φαινόμενο λειτουργεί περίπου σαν τη διάσπαση του ατόμου· όπου βρεθούν πολλοί Ελληνες μαζί, σύλλογοι, όμιλοι, ομάδες, ενώσεις, κόμματα, στρατοί, στρατιές, σύντομα θα τσακωθούν και θα διασπαστούν. Για τις πρόσφατες εξελίξεις στα κόμματα της αξιωματικής, τυπικής και μελλοντικής, αντιπολίτευσης, καμία πρωτοτυπία: η έρις (που στην πρωτότυπη μυθολογική της μορφή συνήθως εμφανίζεται να κουτσαίνει ή να καμπουριάζει, αλλ’ όταν σπέρνει ζιζάνια ξαφνικά γίνεται όμορφη) υπακούει απόλυτα στο ομηρικό κείμενο. Οι πολιτικοί συντάκτες θα μπορούσαν, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με την κλασική μας γραμματεία, απλώς να τσιτάρουν Ομηρο – μόνο τα ονόματα ν’ αλλάζουν: «Οσο ωραίος κι αν είσαι… (όνομα), μην πας να μου τη φέρεις, δεν πρόκειται να σου περάσει, δεν θα με πείσεις. Θέλεις αλήθεια να κρατάς εσύ το μερτικό σου κι εγώ να μείνω στερημένος; Τράβα λοιπόν στον τόπο σου με τα καράβια σου, εγώ δεν σ’ έχω ανάγκη», είπε ο… (όνομα).

«Ακούγοντας αυτά, θόλωσε του… (όνομα) ο νους».

«Αφού κι οι δυο, λόγια βαριά ανταλλάσσοντας, μάλωσαν μεταξύ τους, σηκώθηκαν μετά κι έλυσαν τη συνεδρίαση».

Στη μετάφρασή του αυτή της Ιλιάδας, απ’ όπου οι παραθέσεις, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης σημειώνει στα Προλεγόμενά του: «Το αυτόκλητο πάθος του πολέμου που προκαλεί την εμπάθεια των ηρώων κορυφώνεται σε περιπάθεια, με την πιθανότητα να καταλήξει στη συμπάθεια». Στην περίπτωση των τραγικών ηρώων της Ιλιάδας η συμπάθεια ενίοτε επέρχεται, και πόσο θα θέλαμε να συνέβαινε το ίδιο και τώρα: πόσο θα θέλαμε οι παλιοί συνοδοιπόροι και σύντροφοι να έφταναν σε ένα είδος λύτρωσης και να λύτρωναν κι εμάς, κι όλοι μαζί να γλιτώναμε από σκηνές ταπεινωτικές για τα πολιτικά μας ήθη και τη δική τους εντιμότητα. Ομως φοβάμαι ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο: οι τωρινές έριδες δεν έχουν χρόνο να ψάχνουν για συμπάθειες. Ο τηλεοπτικός χρόνος πιέζει και τέτοιες αβέβαιες αποχρώσεις δεν βοηθούν στις δημοσκοπήσεις.

Και πάλι η επιστήμη, κι εν προκειμένω η αστρονομία, αποδεικνύεται μελετημένη και διορατική. Η Δυσνομία (αγγλικά: Dysnomia) είναι ένας φυσικός δορυφόρος του πλανήτη νάνου Ερις. Πήρε το όνομά του από τη Δυσνομία, κόρη της θεάς Εριδας, επειδή με την ανακάλυψη των σωμάτων αυτών δημιουργήθηκε στους κόλπους των αστρονόμων μέγας τσακωμός ως προς το τι θεωρείται πλανήτης. Διαβάζοντάς το, εγώ φαντάζομαι ένα μικρό ουράνιο σώμα να κολυμπάει ήρεμο και γαλήνιο στην αιώνια βελούδινη νύχτα του Διαστήματος, αδιάφορο για την επίγεια ταυτότητά του· φαντάζομαι τους αστρονόμους, άτομα σεβάσμια με μακριές άσπρες γενειάδες, να πιάνονται απ’ αυτές και να ουρλιάζουν, «Είναι πλανήτης!» «Οχι! Δεν είναι!»· και φαντάζομαι την Εριδα να τους παρακολουθεί από μια γωνιά, γοητευτική, χαμογελαστή, γουργουρίζοντας σαν ικανοποιημένη γάτα.

Αλλά όχι, την Εριδα δεν χρειάζεται καν να τη φανταστώ. Τη βλέπω καθημερινά, πανίσχυρη. Και καταλαβαίνω από πού πηγάζει το γουργουρητό της ικανοποίησής της: πάνω απ’ όλα είναι περήφανη γι’ αυτήν ακριβώς την κόρη της, τη Δυσνομία. Που είτε πλανήτης είτε όχι, είναι η αναρχία κι η ανομία που θα γεννά πάντα η μάνα της. Και που κανένας ισχυρός εμποδιστής αντικυκλώνας δεν μοιάζει ικανός να αποτρέψει.