Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν τα περίφημα, πλέον, χαλιά που αγόρασε η υπουργός Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη από τη Δέσποινα Μοιραράκη για την ανανέωση του γραφείου της προς 9.000 (περίπου) ευρώ το ένα, είναι μπουχάρα. Και για να είμαι ακόμη πιο ειλικρινής, δεν ξέρω καν τι ακριβώς είναι τα μπουχάρα (και αρνούμαι να γκουγκλάρω, δεν θα αλλάξει τη ζωή μου αυτή η πληροφορία). Ξέρω ότι είναι ακριβά χαλιά αλλά οι γνώσεις μου περί την εξαιρετική τέχνη της ταπητουργίας σταματούν εδώ. Δεν γνωρίζω, για ποιο λόγο, είναι πολύτιμα. Εχει να κάνει με την ύφανση, τα χρώματα και τα σχέδια, τα νήματα, τους κόμπους, τον τόπο προέλευσης; Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι, στην προσωπική μου μυθολογία, οι μπουχάρες δεν ήταν χαλιά. Ηταν ιδέα. Πρώτα απ’ όλα, η λέξη θυμίζει βρισιά, κάτι ανάμεσα στο «μπούχαχα» και στη «μουλάρα». Και ύστερα, ήταν και η εποχή (των νιάτων μου εννοώ). Οι «πολυτέλειες βιτρίνας», δηλαδή οι λάκες, τα τασάκια και τα μπιμπελό από όνυχα, οι πολυέλαιοι, οι βελούδινες στόφες, οι βαριές κουρτίνες, τα περίτεχνα αμπαζούρ ανήκαν στον «παλιό κόσμο». Ο «καινούργιος», ο δικός μας, είχε αρχίσει να ανακαλύπτει τη διακοσμητική γοητεία του μίνιμαλ, της πρακτικότητας, του έθνικ και του φολκλόρ στοιχείου. Για τις μπουχάρες, θα μπορούσε να ισχύει εκείνο που έλεγε η Αννα Παναγιωτοπούλου στην επιθεώρηση της Ελεύθερης Σκηνής «Γιατί χαίρεται ο κόσμος»: «Ενα πράγμα θα σε ρωτήσω Λόλα. Εσείς, τα μουράνο πού τα μάθετε;». (Να πω ότι τα μουράνο ξέρω τι είναι. Αντικείμενα από φυσητό γυαλί με μια ειδική τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στο νησί Μουράνο της Βενετίας. Ετσι νομίζω δηλαδή).

Επειδή λοιπόν οι «ανάγκες» του κοινού διαμορφώνουν και την αγορά, θεωρώ ότι εκείνα τα χρόνια άρχισε να συντελείται μια ουσιαστική «κοινωνική επανάσταση». Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 περίπου, το καλό γούστο, και στα ρούχα και στη διακόσμηση, ήταν συνυφασμένο με την ακριβή τιμή. Και όντως, ό,τι ήταν ωραίο και φιγουράριζε ως μοντέρνο ήταν και ακριβό. Οι πρώτες προσπάθειες να μπουν και πιο φτηνά υλικά υπό τη σκέπη της αναβαθμισμένης αισθητικής δεν ήταν και τόσο επιτυχημένες αν θυμηθούμε εκείνα τα έπιπλα από «σουηδικό ξύλο» με τα έντονα νερά ή την «επιστροφή της φλοκάτης», ένα από τα στοιχεία του κινήματος «επιστροφή στις ρίζες» που μας ταλάνισε αισθητικά μετά τη Μεταπολίτευση. (Μέχρι και γκλίτσες κρεμούσαν από τους τοίχους για να τονίσουν το κουλέρ λοκάλ).

Και ύστερα ήρθε αυτό που μάθαμε να λέμε μάρκετινγκ. Τα πλαστικά ντιζαϊνάτα ρολόγια, για παράδειγμα, έγιναν μόδα και η έννοια της πολυτέλειας μετατοπίστηκε από την ακριβή τιμή στο ωραίο και λειτουργικό σχέδιο. Η γνωστή αλυσίδα ρούχων και η ακόμη πιο γνωστή αλυσίδα επίπλων, έδωσαν τη δυνατότητα πρόσβασης όλων στη μόδα, το στυλ, την αισθητική. Το ταμπού που υπαγόρευε πως ό,τι είναι φτηνό δεν είναι και καλής ποιότητας, κλείστηκε σε ένα πολύ βαθύ μπαούλο μαζί με έναν υπερμεγέθη, πολύχρωμο κόκκορα μουράνο που είχε η μητέρα μου και ο εφιάλτης μου ήταν ότι θα τον έσπαγα κατά λάθος. Και τις εξαιρετικές καρέκλες «από τον Σαρίδη» που «κληρονόμησα», πρέπει να τις αναμορφώσω ώστε να φαίνονται πιο «φτηνές», πιο «ποπ» και να ταιριάζουν με το περιβάλλον.

Υπουργικές χλιδές

Να γυρίσουμε όμως στο υπουργείο Τουρισμού. Θεωρώ ότι η Ολγα Κεφαλογιάννη είναι έξυπνος άνθρωπος. Και εντός της σύγχρονης πραγματικότητας. Με έντονη παρουσία στα σόσιαλ μίντια. Που σημαίνει ότι ξέρει και τους όρους τους. Απορώ λοιπόν πώς δεν προέβλεψε τον σάλο που θα γινόταν όταν θα δημοσιοποιούνταν το πόσο κόστισαν τα καινούργια χαλιά. (Δεν νομίζω ότι είναι τόσο αφελής ώστε να πίστευε ότι δεν θα γινόταν γνωστό).

Είναι αυτό το «πολυτελή χαλιά με έξοδα του φορολογούμενου» που κριντζάρει (και τα οποία, ανάλογα με το μέγεθός τους, δεν πρέπει να είναι και τα πιο ακριβά της αγοράς). Δεν έγινε ντόρος για τα υπόλοιπα έξοδα της ανακαίνισης αλλά ειδικά για τα χαλιά. Διότι είναι σαν να έρχονται από πολύ μακριά. Από την εποχή των μουράνο. Από την εποχή που τα σαλόνια άνοιγαν μόνο για τους ξένους. Και πες ότι ένας από τους μεγάλους επενδυτές του τουρισμού ρίξει κάτω ένα φλυτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί. Πώς καθαρίζεται η μπουχάρα;