Από τα Χριστούγεννα του ’89 μέχρι το φθινόπωρο του ’90 εξελίχθηκε μια οργιώδης διπλωματική και πολιτική διαδικασία που τα αποτελέσματά της φαίνονται στην ολότητά τους πλέον μόλις σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά: ήταν η περίοδος που κατέληξε, στις 3 Οκτωβρίου 1990, στην επανένωση της Γερμανίας έχοντας ξεκινήσει από την Πτώση του Τείχους. Ηδη από τότε, πάρα πολλοί κάτοικοι των πρώην «ανατολικών κρατιδίων», αναλύοντας πώς έδειχνε ότι θα εξελισσόταν μια διαδικασία που τελικά αποδείχθηκε σε ελάχιστο χρόνο πράγματι τέτοια, δεν μιλούσαν πλέον για «επανένωση» αλλά για «προσάρτηση». Εμείς εδώ, βέβαια, δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε: όχι μόνον επειδή είμαστε έτσι κι αλλιώς μονίμως το… κέντρο του κόσμου, αλλά και επειδή την ίδια εποχή η ελληνική πολιτική ζωή φλεγόταν. Αλλωστε, ο κόσμος μας είναι πάντα τόσο απλός: για ό,τι κακό συμβεί, ή… θα συμβεί, φταίνε έτσι κι αλλιώς οι Αμερικανοί…
Η Μάργκαρετ Θάτσερ όμως, που έβλεπε τα πράγματα κάπως διαφορετικά, προσπαθούσε με πάθος να πείσει τον Φρανσουά Μιτεράν να μην αποδεχθεί την άνευ όρων γερμανική επανένωση γιατί σε σύντομο χρόνο, έλεγε, με την οικονομική ισχύ τους οι Γερμανοί θα κυβερνούν την Ευρώπη. Εκείνος της απαντούσε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε επειδή η Γαλλία «έχει τον… πολιτισμό!» (λες και η Γερμανία δεν έχει)… Το ποιος δικαιώθηκε, είναι γνωστό από καιρό. Εκείνο όμως που σπέρνει τον τρόμο δεν είναι το «ποιος», αλλά το «πώς».
Είτε επιβεβαιωθούν μέχρι κεραίας είτε όχι τα exit polls των χθεσινών εκλογών του Βρανδεμβούργου, δεν έχει μεγάλη σημασία. Γιατί αν το πρόβλημα ήταν η επιβίωση ή μη του Σολτς ως καγκελαρίου – ενός πολιτικού που βρέθηκε εκεί αποκλειστικά και μόνον επειδή ο αναμενόμενος νικητής ήταν αρκετά αδαής ώστε να χαχανίζει σε ώρες πένθους και να τον καταγράφουν οι κάμερες – δεν θα ήταν πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα εκείνη η «προσάρτηση» όχι απλώς επιστρέφει και δαγκώνει αυτούς που την έκαναν, αλλά, με τις συνθήκες να το έχουν πλέον επιτρέψει, τους… προσαρτά τώρα η ίδια. Μετά τη Θουριγγία και τη Σαξονία, το Βρανδεμβούργο λέει ξεκάθαρα πια εκείνο που θα έπρεπε να κάνει όχι τη Γερμανία, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη, να τρέμει: ότι η επόμενη ομοσπονδιακή γερμανική κυβέρνηση θα είναι μια κυβέρνηση (και) της Ακρας Δεξιάς. Γιατί το AfD επελαύνει με τρόπο που θα καταστήσει κατά πάσα πιθανότητα πλέον ανέφικτο τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο χωρίς τη συμμετοχή της.
Αυτή η επελαύνουσα γερμανική Ακροδεξιά είναι ένα τέρας που γεννήθηκε με την υπόγεια ευλογία και αντίστοιχη στήριξη του Σόιμπλε. Που γεννήθηκε την εποχή της ελληνικής κρίσης, με καταστατικό σκοπό να διώξει την Ελλάδα από την ΕΕ. Ηταν τότε ένα περιθωριακό γκρουπούσκουλο με το οποίο ο Σόιμπλε εκβίαζε, τρόπον τινά, την ίδια την κυβέρνηση στην οποία είχε τον δεύτερο – ή και τον πρώτο – κεντρικό ρόλο. Ενα γκρουπούσκουλο το οποίο όμως τότε ουδείς λάμβανε σοβαρά υπόψη. Και που σήμερα, ουσιαστικά σε χρόνο μηδέν, είναι ήδη το δεύτερο κόμμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Και που ήδη έχει αναγκάσει μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων να κλείσει τα χερσαία σύνορα της Γερμανίας επαναφέροντας τους ελέγχους, καταργώντας de facto για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα τη Συνθήκη Σένγκεν. Εχει δηλαδή ήδη επιβάλει την ατζέντα του στην κυβέρνηση πολύ πριν φτάσει εκεί…
Πολλοί κάνουν το λάθος να συγκρίνουν την Ακρα Δεξιά της Γερμανίας με τη λεγόμενη Ακρα Δεξιά άλλων χωρών, όπως της Ιταλίας με τη Μελόνι ή ακόμα και της Γαλλίας με τη Λεπέν. Πρόκειται για ακραία παρανόηση της πραγματικότητας. Το AfD δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά, ή ακόμα και με άλλες ακροδεξιές δυνάμεις άλλων χωρών: δεν είναι μια πολιτική δύναμη που όταν θα βρεθεί στην εξουσία θα αρχίσει τα πίσω – μπρος και τα στρογγυλέματα. Δεν το θέλει, δεν το χρειάζεται, δεν την ενδιαφέρει και ουδείς μπορεί να της το επιβάλει. Οι άλλοι θα προσαρμοστούν σε αυτήν, όχι το αντίστροφο. Αν θέλουν. Αν δεν θέλουν… Το διά ταύτα είναι ξεκάθαρο, προδιαγεγραμμένο και αναλυμένο από πολύ καιρό: μαύρες μέρες έρχονται στην Ευρώπη.