Θα ήταν ευχής έργο μέσα σε ένα θολό πολιτικά τοπίο να διακρινόταν μια έστω χαραμάδα φωτός, με το να κοστολογούνται συμπεριφορές, σε σχέση με τις συμπεριφορές των πολιτικών, που, χωρίς ιδιαίτερα δυσάρεστες για τους ίδιους συνέπειες, στην πραγματικότητα τραυματίζουν, ανεπανόρθωτα, κατά τη γνώμη μας, τη με τόσο πάθος και με τόση επιμονή μετερχόμενη από την πλευρά τους έννοια της «αξιοπιστίας», και όχι μόνον.
Δεν είναι μόνον ένας από τους υποψήφιους προέδρους τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ που να μην υπογραμμίζει, με αταλάντευτη μάλιστα βεβαιότητα, ότι, ξεμπερδεύοντας με τις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου, τα κόμματά τους θα προχωρήσουν με αποκαταστημένη και άτρωτη πια την ενότητά τους (sine qua non, όπως την αναγνωρίζουν, προϋπόθεση), για την κατάκτηση μιας πλειοψηφίας που θα τους επιτρέψει, ως πρώτο πια κόμμα, να σχηματίσουν κυβέρνηση. Και αναρωτιέται κανείς όσο αφελής ή ανυποψίαστος και αν είναι: οι ίδιοι αυτοί υποψήφιοι, αν ήταν δυνατόν ευθέως να ερωτηθούν και ακόμη πιο ευθέως βέβαια να απαντήσουν, δεν θα εύχονταν με όλη τους την καρδιά αντί για τέσσερις, πέντε ή έξι υποψήφιοι, να είναι ο καθένας τους ο μοναδικός ή με έναν έστω, ακόμη εύκολα όμως, κατατροπώσιμο υποψήφιο;
Πώς λοιπόν τόση έλλειψη γενναιοδωρίας, ή έστω μιας απλής ενοχής, ενώ διαγκωνίζονταν για τη θέση του προέδρου, θα αντικατασταθεί χωρίς να χρειαστεί να κάνουν «τα πικρά γλυκά» με μια μάχιμη συντροφικότητα και ενότητα, και δεν θα αρχίσουν μάλιστα, με την προοπτική των ενδεχόμενων λαθών του εκλεγμένου προέδρου – που δεν αποκλείεται να έχουν συμβάλει οι ίδιοι ώστε να διαπραχθούν – να τον υποκαταστήσουν κάποια στιγμή στη μόνη ισχύουσα πραγματικότητα στην αρένα της πολιτικής, αυτή της διαδοχής;
Σε τι διαφέρει άραγε η «οικογένεια» των πολιτικών σε σχέση με μια οποιαδήποτε μικροαστική ή μεγαλοαστική οικογένεια που αν συμβεί να διασαλευτεί, ή να κλονιστεί πρόρριζα, η ενότητα ανάμεσα στα τέσσερα, πέντε μέλη της, όχι μόνον δεν αποκαθίσταται ποτέ, αλλά η κατάληξή τους, με μαθηματική ακρίβεια, δεν είναι παρά η διάλυση και όχι σπάνια ένα άσβεστο μίσος ανάμεσά τους. Δεν γίνεται να αγαπηθούν αιφνίδια ή να συνεργαστούν αρμονικά μεταξύ τους άνθρωποι που οι ομολογημένοι τους στόχοι απέχουν χιλιόμετρα από τους, αν και ανομολόγητους, εμφανέστατους στόχους τους συνοψισμένους σε έναν μόνο, όπως είναι η κατάκτηση μιας παντοδύναμης εξουσίας.
Σε όση περισσότερη εξουσία, οποιασδήποτε μορφής και αν αποβλέπει κανείς, δεν είναι μόνον ότι καταλήγει σε έναν άνθρωπο εξαιρετικά ευάλωτο λόγω του συμβιβασμού που σε αυτούς υποχρεούται να παραχωρείται διαρκώς, ώστε να τη διατηρήσει την εξουσία, η σταδιακή αποδυνάμωσή του σε σχέση με έννοιες όπως ελευθερία, αξιοπρέπεια, ένα υψηλό και αδιαπραγμάτευτο αίσθημα ευθύνης, μεταβάλλει την άσκηση της εξουσίας σε έναν μηχανισμό τροφοδοτούμενο αποκλειστικά με τις πιο ταπεινές βλέψεις, επιδιώξεις και σκοπιμότητες.
Εναν μηχανισμό που ως προθήκη του έχει πάντα ανεπίληπτες και διαυγείς, όσον αφορά το περιεχόμενό τους λέξεις, όπως «ενότητα», «ειλικρίνεια», «αξιοπιστία», «δικαιοσύνη», «ισονομία», ενώ στο παρασκήνιο του μηχανισμού αυτού με την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, άνεση κυριαρχούν οι ακριβώς αντίθετες, με κορωνίδα τους τη λέξη «διαπλοκή», ενώ τα συνειδητοποιημένα ως αλληλομαχαιρώματα φιλοδοξούν να εισπραχθούν κάποια στιγμή ως συντροφικότητα. Με, δυστυχώς, έτοιμο το συγχωροχάρτι από πλευράς σχεδόν όλων μας, καθώς αναγνωρίζουμε, έστω και ανομολόγητα, την επίσημα εκφρασμένη πολιτική ζωή, να αντανακλά στην ουσία τις αντιφάσεις, τις παλινωδίες και τις μιζέριες του συνόλου όπως το συγκροτούμε ως κοινωνία.