Οσο σπάνιο κι αν ήταν μετεωρολογικά ένα τόσο θερμό καλοκαίρι, άλλο τόσο, ίσως περισσότερο σπάνιο, είναι πολιτικά το τόσο θερμό φθινόπωρο που ακολουθεί – και, επιπλέον, με τις συνέπειές του να παραμένουν ακόμα άδηλες. Ομως, σίγουρα, τίποτα καλό να μην μπορεί να αναμένει κανείς από αυτές. Και αυτό όχι σε ένα ή δύο, αλλά σε πολλά και πολύ μεγάλα διεθνή μέτωπα, που πολύ δύσκολα βλέπει κανείς να ανοίγουν τόσα πολλά μαζί, παράγοντας μίαν αίσθηση ενός χάους που επελαύνει ακάθεκτο χωρίς κανείς να είναι σε θέση να πει αν, πού, πώς και πότε τελικά θα κάνει την πραγματικά μεγάλη του έκρηξη και με ποιες συνέπειες. Και αυτό ακριβώς είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντά κανείς σε άγριες περιόδους της Ιστορίας, όταν εκκολάπτονται μείζονες καταστροφές όπως αυτές για τις οποίες διαβάζουμε χωρίς όμως εμείς να έχουμε βιώσει.

Το χάος που απειλεί πλέον άπαντες είναι τρομακτικό απλώς και μόνον σε τίτλους: η συνέχιση και ο τρόπος κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, η ακόμα πιο εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή (και τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτά…), μα και η πολιτική εκτίναξη της Ακρας Δεξιάς στην Ευρώπη. Ιδίως φυσικά στη Γερμανία, όπου τα πράγματα είναι απείρως σοβαρότερα και πιο επικίνδυνα από όπου σε κάθε άλλη χώρα της ΕΕ, ενώ η Γαλλία παραμένει ακόμα μία ακυβέρνητη χώρα. Πρωτόγνωρο ρίγος προκαλεί και η πυκνή ομίχλη που έχει σκεπάσει για τα καλά την αμερικανική πολιτική ζωή, καινοφανής στα χρονικά της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον κόσμο και από την οποία πλέον πραγματικά δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να ξημερώσει. Οι σφαίρες κατά του Τραμπ, που υπήρξε βέβαια εκείνος υπέρ του οποίου κατελήφθη το Καπιτώλιο, πρωταγωνιστούν πλέον τόσο παρανοϊκά στην προεκλογική μάχη ώστε ακόμα και η δημοκρατική αντίπαλός του σύρεται τελικά στην έμμεση υπεράσπισή τους: αν κάποιος εισβάλει στο σπίτι της ασφαλώς και θα τον πυροβολήσει είπε η Χάρις σε τηλεοπτική εκπομπή πλαισιωμένη από σταρ του κινηματογράφου όπου προδήλως εναποθέτει περισσότερες ελπίδες απ’ ό,τι στους αμερικανούς πολίτες.

Πέρα από τους δύο καταιγιστικούς μεγάλους εν εξελίξει πολέμους, το πώς θα διαμορφωθούν τελικά τα πράγματα στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, μεμονωμένα και αθροιστικά, είναι οι δύο πιο σημαντικές παράμετροι που θα καθορίσουν το μέλλον – σε έναν μεγάλο βαθμό ίσως και αυτών των δύο πολέμων. Εκεί θα κριθεί εν πολλοίς το αν ο κόσμος θα καταφέρει να επανέλθει σε κάποιο είδος βιώσιμης ισορροπίας, ή όχι. Και όλα τα σημάδια είναι κατάμαυρα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη Γερμανία, μετά το σοκ στη Θουριγγία και τη Σαξονία και υπό τον τρόμο των, επίσης μαύρων, εκλογικών αποτελεσμάτων στο Βρανδεμβούργο, που υπήρξε κάστρο των σοσιαλδημοκρατών με την Ακρα Δεξιά να το πολιορκεί πια μέχρι θανάτου, η κυβέρνηση Σολτς, μία κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων δηλαδή, αποφάσισε πριν από λίγες ημέρες να πετάξει στα σκουπίδια τη Συνθήκη Σένγκεν και να επαναφέρει όχι πλέον απλώς τους αεροπορικούς ελέγχους (αυτό έχει ξανασυμβεί και με «θύμα» την Ελλάδα), αλλά και τους χερσαίους στο σύνολο των γερμανικών συνόρων.

Δηλαδή, αυτή η πιο «προοδευτική» κυβέρνηση που υποτίθεται ότι είχε ποτέ η επανενωμένη Γερμανία, τι έκανε; Υιοθέτησε πλήρως την ατζέντα της Ακρας Δεξιάς προκειμένου, δήθεν, να τη σταματήσει: περίπου το ίδιο κάνει και η Χάρις στις Ηνωμένες Πολιτείες με την πολιτική του Τραμπ. Και βέβαια, αυτές οι πολιτικές απελπισίας, ο «χορός με τον διάβολο», είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να βγάλουν κερδισμένους τους όψιμους παρτενέρ του, αλλά τον ίδιο. Η AfD έχει πλέον επιβάλει την πολιτική της σε ομοσπονδιακό επίπεδο πριν καν εκλεγεί δεύτερο κόμμα στη χώρα, όπως όλοι πια έχουν κατανοήσει ότι είναι το πιθανότερο να συμβεί. Και αν την έχει επιβάλει στους σοσιαλδημοκράτες και στους πράσινους που κυβερνούν, πόσο δύσκολο θα είναι γι’ αυτήν να την επιβάλει στους χριστιανοδημοκράτες όταν πιθανότατα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί τους, κάτι που πολλοί εξ αυτών άλλωστε πλέον ξεκάθαρα επιθυμούν έστω κι αν δεν το ομολογούν; Και, τότε, δεν υπάρχει επιστροφή.