Δεν ξέρω ποιοι περίμεναν ότι στη χθεσινή συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, θα αναζωπυρωνόταν η συζήτηση για ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό. Η πραγματικότητα τους διέψευσε. Πριν από τη συνάντηση, ο τούρκος πρόεδρος είχε προλάβει να ανεβεί στο βήμα του ΟΗΕ και, από εκεί, να πει ότι «στο νησί υπάρχουν δύο ξεχωριστά κράτη και δύο ξεχωριστοί λαοί» και να καλέσει «τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», αυτό που εμείς λέμε ψευδοκράτος.
Το πουλάκι της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με άλλα λόγια, έχει πετάξει. Φρόντισαν να το κάνουν να πετάξει το 2004 ο ελληνοκύπριος τότε πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, συνεπικουρούμενος από την κυπριακή Αριστερά, το ΑΚΕΛ, που τελικά ψήφισε όχι για «να τσιμεντώσει» το ναι και την τότε ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κώστα Καραμανλή, που παρίστανε τον Βούδα συγκατανεύοντας ουσιαστικά στο όχι.
Υπήρξε βεβαίως ακόμα μια ευκαιρία την προηγούμενη δεκαετία. Την έδωσε ουσιαστικά ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, που πίστευε και πιστεύει με πάθος στην ιδιοπροσωπία του κυπριακού λαού, Ελλήνων και Τούρκων, και ήλπιζε ότι θα τα έβρισκαν οι δύο κοινότητες, ώστε να προχωρήσουν μαζί τον ευρωπαϊκό δρόμο χωρίς τον τουρκικό εναγκαλισμό. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή επειδή και ο Ερντογάν πίστευε σε αυτή τη λύση. Αλλ’ η διαπραγμάτευση στο Κραν Μοντανά, το 2017, τελικά κατέληξε σε αποτυχία.
Ποιοι έφταιξαν; Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, είχε πει πως θεωρούσε «ότι το κύριο πρόβλημα δεν ήταν ο Ερντογάν και δεν ήταν ο Ακιντζί, αλλά ο Νότος του νησιού, γιατί δεν ήταν έτοιμος να κάνει το άλμα». Ο Γιούνκερ δεν έκρυβε την απογοήτευσή του και προεξοφλούσε ότι δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία.
Η εκλογή στον Βορρά, προέδρου, του Ερσίν Τατάρ, ο οποίος είναι υπέρ ενός ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους, ουσιαστικά έδωσε τέλος στην αυταπάτη κύκλων της Κυπριακής Δημοκρατίας που, παρά την προσπάθεια κανονικής προσάρτησης και της νεκρής ζώνης της Αμμοχώστου, ήλπιζαν ότι είναι δυνατή η επιστροφή στη συζήτηση για ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Παρ’ όλα αυτά, εδώ και μερικούς μήνες άνθιζε η φήμη που ήθελε τις διαπραγματεύσεις να επιστρέφουν – μάλιστα χωρίς να υπάρχει εκ μέρους της ελληνοκυπριακής ηγεσίας πρόθεση ανάληψης της πατρότητας μιας τέτοιας επιστροφής. Ωσπου, χθες, ο Ερντογάν προσγείωσε όλα τα είδη οπαδών της κωλυσιεργίας, κι εκείνους που το δήλωναν, κι εκείνους που το έκρυβαν. Φινάλε.
Ηθικόν επιμύθιον: το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται απολύτως στην πολιτική του υπερπατριωτισμού. Το 2004, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, που εργάστηκε αόκνως για το όχι, είχε δηλώσει ότι παρέλαβε κράτος και δεν θα παρέδιδε κοινότητα. Αν είχε υπερψηφιστεί το ναι, η Μόρφου σήμερα θα ήταν στην Κυπριακή Δημοκρατία, οι ξένοι στρατιώτες θα είχαν φύγει, οι έποικοι δεν θα είχαν αλλάξει τη δημογραφία της Βόρειας Κύπρου και, ίσως, η κοινή ευρωπαϊκή πορεία των δύο λαών να τους είχε φέρει κοντά.
Αν ζούσε σήμερα ο Τάσσος Παπαδόπουλος, είκοσι χρόνια αργότερα, ήθελα να ήξερα πώς θα αισθανόταν που παρέλαβε ένα κράτος και πλέον είναι ασφυκτικές οι πιέσεις για τη δημιουργία ενός ακόμα. Από τον Κώστα Καραμανλή ουδείς περιμένει αυτοκριτική – μήπως συζήτησε ποτέ τις ευθύνες της κυβέρνησής του στη χρεοκοπία;
Οσο για το Κυπριακό, η εποχή της θυματοποίησης έχει τελειώσει. Ας προσέχαμε.