Στον απόηχο του τερματισμού της Κίνας από τη στρατηγική της για μηδενικό COVID-19, η κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει την ανάγκη αντιμετώπισης των οικονομικών κινδύνων που προκύπτουν όχι μόνο από τα σοκ της προσφοράς αλλά από την αποδυνάμωση της συνολικής ζήτησης. Για να γίνει αυτό, θα απαιτηθεί μια αλλαγή στη μακροοικονομική πολιτική, η οποία προηγουμένως επικεντρωνόταν περισσότερο στην πλευρά της προσφοράς. Ταυτόχρονα, αφού εξέτασαν τον οικονομικό κίνδυνο και το περιβαλλοντικό κόστος της πρόσφατης έκρηξης στον τομέα των ακινήτων, οι κινέζοι ηγέτες έχουν διπλασιάσει τη δέσμευσή τους για την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου του διαρθρωτικού μετασχηματισμού. Ως αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιδιώκουν να αυξήσουν τη ροή των πόρων σε πιο παραγωγικούς τομείς, όπως οι αναδυόμενες τεχνολογίες.
Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει σύνολο πολιτικών για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Το δίλημμα είναι για το Πεκίνο: Πώς να ενθαρρύνουμε τις δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων χωρίς περαιτέρω διόγκωση της φούσκας των ακινήτων;
Η κινεζική κυβέρνηση προφανώς δεν θα επέτρεπε η αναταραχή στην αγορά ακινήτων να μετατραπεί σε συστημική κρίση και αντ’ αυτού εισάγει αυξανόμενα μέτρα στήριξης για να τη σταθεροποιήσει. Η ύφεση του κλάδου χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι η Κίνα πρέπει επειγόντως να δημιουργήσει έναν μακροπρόθεσμο μηχανισμό για να εξασφαλίσει μια πιο εύρωστη αγορά κατοικίας. Αυτό πιθανότατα θα ωθήσει την Κίνα να επιταχύνει τον μετασχηματισμό της αγοράς ακινήτων προκειμένου να προσαρμοστεί στο νέο στάδιο ανάπτυξης στο οποίο εισέρχεται η οικονομία.
Η Κίνα γλίτωσε από τους τεράστιους κραδασμούς που μπορεί να προκύψουν από τη συσσώρευση φούσκας περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, παρά τις βραχυπρόθεσμες οπισθοδρομήσεις, η κυβέρνηση φαίνεται πάντα να δίνει έμφαση στην αναβάθμιση των πολιτικών της για την προώθηση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό είναι σημαντικό να το έχει κανείς κατά νου όταν προσπαθεί να κατανοήσει πολλά από τα τρέχοντα οικονομικά φαινόμενα της Κίνας.
Η Κίνα έχει αντιμετωπίσει αναρίθμητες προκλήσεις ενώ επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η κυβέρνηση τις έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό ενθαρρύνοντας διαρκώς τους παράγοντες της αγοράς να προσαρμόζονται συνεχώς. Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, για παράδειγμα, δεν προκάλεσε μεγάλης κλίμακας ανεργία, όπως περίμεναν ορισμένοι. Αντίθετα, οι φόβοι ότι «έρχονται οι λύκοι» ώθησαν πολλούς τομείς της κινεζικής οικονομίας να γίνουν ισχυρότεροι και πιο ανταγωνιστικοί.
Από αυτή την άποψη, η επιμονή της κινεζικής κυβέρνησης να συνδυάζει τις προσπάθειες για επέκταση της εγχώριας ζήτησης με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς δεν αποτελεί έκπληξη.