Ενας μιθριδατισμός στην πολεμική βία μάς έχει κάνει να αντιμετωπίζουμε πάνω από 40.000 νεκρούς – άμαχοι στην πλειονότητά τους – ως απλώς την τραγική πλευρά μιας «σύγκρουσης» – και όχι ενός επιθετικού πολέμου εις βάρος ενός ολόκληρου πληθυσμού που στοχοποιείται και απειλείται – και μάλιστα με τη νομιμοποιητική επίκληση, από τη μεριά των περισσότερων δυτικών κυβερνήσεων, ενός «δικαιώματος στην άμυνα», που ολοένα και περισσότερο ακούγεται ως ένας τραγικός ευφημισμός, εάν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε την άμυνα. Προφανώς, δεν είναι η πρώτη φορά, εάν αναλογιστούμε ότι και αυτό που ονομάστηκε, με αφετηρία την 11η Σεπτεμβρίου 2001, «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» σε μεγάλο βαθμό κατοχύρωσε την αντιμετώπιση ολόκληρων πληθυσμών ως δυνάμει στόχων, παρά τις διαβεβαιώσεις για την αποφυγή «παράπλευρων απωλειών».

Το γεγονός ότι μια επιθετική πρακτική επεκτείνεται και σε μια γειτονική χώρα, με μορφές που παραπέμπουν επίσης και σε στοχοποίηση πληθυσμών – τι άλλο είναι η υποχρεωτική εκτόπιση για την αποφυγή βομβαρδισμών που υποτίθεται ότι είναι «στοχευμένοι» αλλά αφορούν μαζικά κατοικημένες περιοχές; – απλώς δείχνει τις επιπτώσεις που έχει αυτή η διαρκής επίκληση και στην πράξη διεύρυνση και ελαστικοποίηση  ενός «δικαιώματος στην άμυνα» που πέραν όλων των τραγικών επιπτώσεων σε αμάχους και κρίσιμες υποδομές, απειλεί να πυροδοτήσει μια συνολικότερη περιφερειακή σύγκρουση με συνέπειες εξίσου απρόβλεπτες αλλά και δυνητικά τραγικές, εάν αναλογιστούμε και το ευρύτερο φόντο γεωπολιτικών όχι απλώς διαιρέσεων αλλά ανοιχτών συγκρούσεων.

Οτι όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με μία από τις πιο επί της ουσίας αμήχανες Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ, καθώς η απόσταση ανάμεσα στις εκκλήσεις και τις πράξεις φαντάζει ολοένα και πιο μεγάλη, έρχεται να υπογραμμίσει μια συνολικότερη κρίση των θεσμών που υποτίθεται ότι θα διαμόρφωναν – επιτέλους… – μια όντως «διεθνή κοινότητα» στην επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια κρίση που αποτυπώνεται ακριβώς στην αδυναμία παρέμβασης ώστε να σταματήσει η παραπέρα κάθοδος στη βαναυσότητα.