Πριν από λίγα βράδια, δυσκολεύτηκα πολύ να με πάρει ο ύπνος, στριφογύριζα στο κρεβάτι σαν το αρνί στη σούβλα. Εκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα μπρόκολα, παγωτά, μολυβοθήκες, ξυριστικές μηχανές, τοστιέρες και γλάστρες. Αυτά και πολλά άλλα αντικείμενα – που ξεπετάγονται μπροστά μου σαν καλικάντζαροι – πρέπει να τοποθετήσω, ανά όμοιες τριάδες, σε ραφάκια. Και το κάνω από το καλοκαίρι, καθημερινά και αδιαλείπτως. Εννοείται στο ηλεκτρονικό παιχνίδι που παίζω στο κινητό μου. Λέω ότι το κάνω για να εξασκώ τα αντανακλαστικά, την παρατηρητικότητα και τη συγκέντρωσή μου, αλλά, στην πραγματικότητα, μου αρέσει. Και έχω κολλήσει σε βαθμό εξάρτησης. Για παράδειγμα, βλέπω στην τηλεόραση μια εκπομπή που με ενδιαφέρει και συγχρόνως, ασυναίσθητα, πιάνω το κινητό και αρχίζω να παίζω. «Μια παρτιδούλα μόνο. Δεν κρατάει πάνω από οκτώ λεπτά» βαυκαλίζω τον εαυτό μου. Και, κάπως έτσι, καταλήγω να ακούω τηλεόραση και να έχω τα μάτια μου κολλημένα στο κινητό.
Δυο μέρες αργότερα, πέρασα το μεσημέρι από το μαγαζί μιας φίλης και ξέχασα εκεί το τηλέφωνό μου. Οταν το κατάλαβα, εγώ ήδη είχα φτάσει στο σπίτι και η φίλη έκλεινε το μαγαζί (στην άλλη άκρη της πόλης) και επρόκειτο, μέχρι αργά, να βρίσκεται εκτός Αθήνας. Σκέφτηκα να την παρακαλέσω να μείνει λίγα λεπτά ακόμη, να στείλω ένα ταξί ασυνόδευτο για να μου φέρει το τηλέφωνο, αλλά, σχεδόν αυτόματα, σκέφτηκα «τι θα πάθω δηλαδή αν μείνω μισή μέρα χωρίς κινητό;» και αποφάσισα να κάνω το πείραμα – αν συνέβαινε κάτι σοβαρό, οι δικοί μου άνθρωποι θα με έβρισκαν στο σταθερό.
Τις πρώτες μια-δυο ώρες είχα νευρικότητα και αμηχανία. Κάθε τόσο, ξεχνώντας ότι το έχω ξεχάσει, έψαχνα να το βρω. Και πάνω που πήγα να το συνηθίσω και να ηρεμήσω, άρχισαν τα αγωνιώδη τηλεφωνήματα. «Γιατί δεν σηκώνεις το κινητό χριστιανή μου; Πέντε φορές σε έχω πάρει». «Είσαι καλά; Ολα εντάξει; Δεν απαντούσες και ανησύχησα». Αυτό μου επανάφερε τη νευρικότητα αλλά, έπειτα από λίγο, έκανε πρεμιέρα σεζόν το αγαπημένο μου σίριαλ και ξεχάστηκα. Χαζολόγησα ακόμη λίγο και έπεσα να κοιμηθώ. Πού να με πάρει ο ύπνος; Εκλεινα τα μάτια μου και πάλι περνούσαν από μπροστά μου μπρόκολα, παγωτά, μολυβοθήκες, ξυριστικές μηχανές, τοστιέρες και γλάστρες. Αυτή τη φορά λόγω στέρησης αφού δεν μπορούσα να παίξω το αγαπημένο μου παιχνίδι. Ούτε να «περιπλανηθώ» σε ηλεκτρονικά καταστήματα καλλυντικών. Ούτε να χαζέψω βιντεάκια με μωρά, ούτε με συνταγές (τις οποίες δεν πρόκειται ποτέ να κάνω), ούτε με ανακαινίσεις δωματίων (που επίσης δεν θα κάνω).
Τα γράφω όλα αυτά διότι προσπαθώ να αξιολογήσω την απαγόρευση των κινητών μέσα στις σχολικές τάξεις. Σίγουρα, δεν μπορεί ένα παιδί να παρακολουθήσει μάθημα σκρολάροντας, συγχρόνως, στην οθόνη του. Από την άλλη, η ζωή μας πλέον είναι απόλυτα συνδεδεμένη με αυτήν. Δεν είναι τρόπος επικοινωνίας αλλά τρόπος ή μάλλον συνθήκη ζωής. Τα παιδιά, από μωρά ακόμη, πρώτα μαθαίνουν την κίνηση του σκρολαρίσματος (αυτή που βλέπουν να κάνουν πιο συχνά οι γονείς τους) και μετά να περπατάνε. Και δεν ξέρω, τελικά, ακόμη και αν αφήνουν οι μαθητές τα κινητά σε λόκερ, θα μπορούν να αφοσιωθούν στο μάθημα ή θα τους «τρώει» το χέρι τους;
Το μεγάλο στοίχημα των εκπαιδευτικών δεν είναι να πείσουν τα παιδιά να αφήνουν εκτός τάξης το τηλέφωνό τους, αλλά να καλλιεργήσουν το ενδιαφέρον τους για τη γνώση ώστε να μην το σκέφτονται καν. Αυτό είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Δεν νομίζω όμως ότι είναι ακατόρθωτο. Και μετά, να μας πούνε πώς το έκαναν για να το κάνουμε κι εμείς.
Ντιμπέιτ είσαι και φαίνεσαι
Ποιος έχασε στο προχθεσινό ντιμπέιτ μεταξύ των υποψήφιων αρχηγών του ΠΑΣΟΚ; Θεωρώ ο Χάρης Δούκας κυρίως για λόγους εικόνας. Πάντα κατά την ταπεινή μου γνώμη, το ύφος και ο στόμφος του ήταν πιο «μεγαλειώδη» από τα ίδια τα λόγια του. Ποιος κέρδισε; Το ΠΑΣΟΚ. Διότι και ουσιαστική συζήτηση έγινε και, απ’ όσο δείχνουν οι θεαματικότητες, κέρδισαν το ενδιαφέρον του κοινού.
Οι θεαματικότητες επίσης, έδειξαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ήταν άνδρες άνω των 55. Που παραπέμπει στο ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο που τίμησε η γενιά μου. Σαν να μου φαίνεται ότι αυτό μπορεί να διαμορφώσει, σε ένα ποσοστό, το αποτέλεσμα.