Πήρα πολλά μηνύματα για το πρόσφατο κείμενο με θέμα τις σχέσεις των αριστερών μεταξύ τους, που οδηγούνταν συχνά στην αποκήρυξη συντρόφων, σε μεγάλους καβγάδες, συκοφαντίες, μέχρι και θανάτους. Για να κατανοηθεί ο τρόπος που η συντροφικότητα στα κομμουνιστικά και κομμουνιστογενή κόμματα μετατρεπόταν σε αβυσσαλέο μίσος, θα διηγηθώ επιγραμματικά μια ιστορία από την περιπετειώδη ζωή του ζωγράφου Στέλιου Αναστασιάδη (ο μυθιστορηματικός Κακομοίρας του Στρατή Τσίρκα), ο οποίος μετά τον πόλεμο πήγε να ζήσει στη Βουδαπέστη και μπήκε στην εκεί οργάνωση (μαζί με προσωπικότητες όπως ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής ή ο γλύπτης Μέμος Μακρής).

Ο Αναστασιάδης, όπως μου αφηγούνταν ο ίδιος, γρήγορα διαφώνησε, παραγκωνίστηκε, θεωρήθηκε προδότης και χαφιές και τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο. Απόλυτα μόνος, σε μια ξένη κομμουνιστική χώρα, στο ψυχιατρείο βρήκε το κουράγιο να αλλάξει: να ζήσει και να δραπετεύσει.

«Ο γιατρός που με παρακολουθούσε δεν με αποκαλούσε σύντροφο», διηγούνταν ο Αναστασιάδης, «αλλά κύριο. Δεν ανήκα πια στο κόμμα, δεν ήμουν σύντροφος. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάποιος με αποκαλούσε κύριο. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Αρχισα να πιστεύω στον εαυτό μου. Σταμάτησα να παίρνω τα φάρμακα που μου έδιναν για να με κρατούν κατεσταλμένο, τα πετούσα στην τουαλέτα, και έφτιαξα σχέδιο να δραπετεύσω στη Δύση. Κάποια στιγμή, τα κατάφερα».