Τον ερχόμενο Δεκέμβριο συμπληρώνονται 35 χρόνια (1989) από τη «μετοίκηση» σε άλλους τόπους μιας από τις πιο σπουδαίες, πρωτοπόρες, ιδιαίτερες και ριζοσπαστικότερες, στη γραφή και στο πνεύμα, θεατρικές και συγγραφικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα: του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο σημαντικός αυτός θεατράνθρωπος μας άφησε παρακαταθήκη μερικά από τα συγκλονιστικότερα κείμενα – θησαυρούς της θεατρικής δημιουργίας («Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ω! Οι ευτυχισμένες μέρες», «Το τέλος του παιχνιδιού»), αλλά και σπουδαία μονόπρακτα, όπως η «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» ή το «Οχι εγώ» μεταξύ άλλων. Το 1982 ο μέγιστος Κάρολος Κουν, για να γιορτάσει τα 40χρονα του Θεάτρου Τέχνης (1942), ανέθεσε στον Μίμη Κουγιουμτζή να σκηνοθετήσει τη Ρένη Πιττακή (σε μία από τις τελειότερες υποκριτικά ερμηνευτικές της στιγμές) στο μονόπρακτο «Οχι εγώ» – που άστοχα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μεταφράστηκε έτσι, προσδίδοντάς του μια σαφώς συναισθηματικότερη χροιά, ενώ το σωστό «Μη εγώ» είναι όρος φιλοσοφικός και νομίζω πως εκεί παραπέμπει η επιδίωξη του συγγραφέα.
Επιτρέψτε μου σήμερα να ανατρέξω σε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την επιφυλλίδα μου εκείνη την εποχή στο «ΒΗΜΑ», με αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση, αναλύοντας, όσο το δυνατόν πιο κοντά στο ύφος του μεγάλου Ιρλανδού, τα διακριτά και τα δυσδιάκριτα όρια της «γλώσσας» και του «σώματος» στο ιδιαίτερο αυτό «θεατρικό κείμενο»: «Το έργο είναι ένα δράμα που παίζεται στο εσωτερικό της “γλώσσας”. Τα θεατρικά ΣΗΜΑΤΑ που το ΦΕΡΟΥΝ, δηλαδή οι φορείς του δράματος, είναι δύο: ένα ανθρώπινο, ΒΟΥΒΟ ΣΩΜΑ που αντιδρά, χειρονομώντας, και ένα ΣΤΟΜΑ που δεν ΟΜΙΛΕΙ. Οταν λέω πως το δράμα παίζεται στο εσωτερικό της “γλώσσας”, εννοώ ΚΑΤΑΡΧΗΝ πως υπάρχει μια αδιέξοδη σχέση (μια μη σχέση) ανάμεσα σε δύο γλώσσες, σ΄ αυτή που συγκροτείται με κώδικες – χειρονομίες και σε εκείνη που συγκροτείται από ηχητικούς κώδικες που παράγονται μέσα στη στοματική κοιλότητα. Στο έργο του Μπέκετ ΦΑΙΝΕΤΑΙ πως το σώμα που εκφράζεται με τη γλώσσα την οπτική δεν μπορεί να επικοινωνήσει με το στόμα που εκφράζεται με την ηχητική γλώσσα, και αντίστροφα. Αυτή η πρώτη ρήξη είναι “λογικά” κατανοητή, οι δύο διαφορετικοί κώδικες είναι ακοινώνητοι και χρειάζεται μια ΜΕΤΑ – ΦΡΑΣΗ από τη μία στην άλλη ή μια ΜΕΤΑ – ΓΛΩΣΣΑ, ένα σύστημα που θα περιέχει και θα ερμηνεύει συγχρόνως τα δύο εκφραστικά μηνύματα. Αυτή η μεταγλώσσα είναι, στο συγκεκριμένο έργο, ο κώδικας της θεατρικής γλώσσας. Πράγματι, ο ΘΕΑΤΗΣ διαπιστώνει την έλλειψη επικοινωνίας από τη μια και από την άλλη μεταφράζει ΜΕΣΑ του τον οπτικό σε ηχητικό κώδικα και αντίστροφα.
Το θέατρο, ο τόπος όπου κάποιος θεάται θεώμενος, αναγνωρίζεται ως κοινός τόπος, όπου το ιδιωτικό δημοσιεύεται και παίρνει νόημα μέσα στον κοινό ΛΟΓΟ – ΤΟΠΟ. […] Το σώμα και το στόμα στο έργο του Μπέκετ, ΜΙΛΩΝΤΑΣ καθένα έναν ξένο μεταξύ τους κώδικα, δεν αποκαθιστούν ΣΧΕΣΗ, δηλαδή το ΕΧΕΙΝ του ενός δεν ενεργεί στον άλλο, γιατί διαθέτουν διαφορετικά ΟΧΗΜΑΤΑ (ετυμολογική παρατήρηση: η σχέσις είναι ενέργεια του έχειν και το όχημα είναι αποτέλεσμα του έχειν). Για τον θεατή, όμως, η μη σχέση σώματος και στόματος είναι μια ΣΧΕΣΗ που την εγγυάται το γλωσσικό όχημα του θεατή. Στο επίπεδο του θεατή σώζεται ο ΛΟΓΟΣ, ο ξυνός λόγος, για να παραπέμψω στον Ηράκλειτο. Ετσι, ό,τι στο ΚΕΙΜΕΝΟ του Μπέκετ είναι παρά – τον – λόγο – σχέση και παρά – τον – λόγο – όχημα, στο ΘΕΑΤΡΟ αποκαθίσταται μια διά – του – λόγου – σχέση και διά – του – λόγου – όχημα. Το στόμα, ως όργανο παραγωγής ήχων, ως διάμεσον, δεν έχει σχέση ούτε με το ΝΟΗΜΑ ούτε με το σύστημα της ΓΛΩΣΣΑΣ. […] Το στόμα προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία που κάποιος του την ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ. Αν μέσα από τις ρωγμές των κοινόχρηστων συγκεκριμένων ήχων προσπαθήσουμε κι εμείς να την αποκαταστήσουμε, αν θελήσουμε να την ΑΦΗΓΗΘΟΥΜΕ, χρησιμοποιώντας τον κοινόχρηστο κώδικα, όπως τον έχει διαβρώσει το προσωπικό μας νόημα για τον κόσμο, τη ΝΟΘΕΥΟΥΜΕ. Αρα, ο κοινός λόγος είναι μια Νοθεία, ένα Μη Εγώ.
Οι φυσικοί ήχοι οργανωμένοι σε γλώσσα (και οι κινήσεις του φυσικού σώματος οργανωμένες σε οπτική γλώσσα) δεν είμαι εγώ ή, αλλιώς, ό,τι είμαι εγώ δεν είναι γλώσσα. Κι εδώ βρίσκεται η ανατροπή από τον Μπέκετ: ο κοινός λόγος (και ο κοινός τόπος;) δεν είναι ο λόγος (και ο τόπος) του εγώ. Αρα και το θέατρο δεν ΣΩΖΕΙ το εγώ. Είναι τόπος του Μη Εγώ, άρα του ΕΜΕΙΣ. Η ρήξη με τον Καρτέσιο είναι δεδομένη: όχι πια “σκέφτομαι, άρα υπάρχω”, αλλά “ομιλώ, άρα υπάρχω”. Η ύπαρξη είναι οι λέξεις και η σύνταξη, θάνατος είναι η ΑΦΑΣΙΑ. Στην Ανατολή, η ΑΦΑΣΙΑ και η ΣΙΩΠΗ είναι η αρχή της ΖΩΗΣ, όπου το ΜΗ ΕΓΩ είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ και η Σιωπή του Θεού βεβαιώνει την ύπαρξή του. Στη Δύση, όταν ο Θεός έπαψε να ΜΙΛΑ, διακήρυξαν τον ΘΑΝΑΤΟ του».