Την περασμένη Πέμπτη, ο διευθυντής και ο επικεφαλής του Τμήματος Προσωπικού στο εργοστάσιο της Tesla που βρίσκεται ανατολικά του Βερολίνου προχώρησαν σε μια μάλλον ασυνήθιστη ενέργεια: επισκέφθηκαν αρκετούς εργαζομένους οι οποίοι είχαν δηλώσει ασθένεια τη συγκεκριμένη ημέρα, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν έλεγαν αλήθεια ή απλώς «λούφαραν». Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα αρχεία της εταιρείας, το ποσοστό των ασθενών στις τάξεις των 12.000 εργαζομένων στη συγκεκριμένη μονάδα είναι σχεδόν τριπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Γερμανίας.
Η υποδοχή της οποίας έτυχαν τα δύο στελέχη δεν ήταν αυτή που ενδεχομένως περίμεναν όταν ξεκινούσαν την ειδική αποστολή τους. Ορισμένοι δεν απάντησαν καν στο κουδούνι, άλλοι αρνήθηκαν να τους ανοίξουν την πόρτα λέγοντάς τους πως δεν είχαν κλείσει ραντεβού, ενώ υπήρξαν και κάποιοι οι οποίοι κάλεσαν την αστυνομία, επικαλούμενοι διατάραξη οικιακής γαλήνης.
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η αντίδραση των εργαζομένων ήταν μάλλον αναμενόμενη, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Γερμανίας. Διότι, πολύ απλά, πρόκειται για μια χώρα στην οποία η σχετική νομοθεσία και το περίφημο «κοινωνικό συμβόλαιο» δεν αφήνουν – ή, για την ακρίβεια, δεν άφηναν μέχρι τώρα – πολλά περιθώρια για τέτοιου είδους «παρεκτροπές». Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει για όλους και η εξήγηση είναι απλή.
Η γερμανική οικονομία, αν και παραμένει με διαφορά η πιο ισχυρή της Ευρώπης, μοιάζει να έχει εισέλθει σε στενωπό, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις και πολίτες να συνειδητοποιούν, και μάλιστα βίαια σε πολλές περιπτώσεις, ότι επίκειται το οριστικό τέλος της «εποχής της αφθονίας». Και γι’ αυτό αντιδρούν – πολύ περισσότερο καθώς, εκτός από τους δείκτες της οικονομίας που δείχνουν ότι φλερτάρει διαρκώς με την ύφεση, υπάρχουν πολλά που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα τα οποία πλήττουν και άλλο την πληγωμένη τους αυτοπεποίθηση και τους πείθουν ότι έρχονται χειρότερες μέρες.
Από τη Volkswagen ως τον… Τραμπ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κρίση που έχει ξεσπάσει στη Volkswagen, την αυτοκινητοβιομηχανία η οποία δημιουργήθηκε από το καθεστώς των Ναζί πριν από 87 χρόνια και αποτελεί όχι απλώς ένα από τα διαχρονικά σύμβολα της Γερμανίας και της οικονομικής της ισχύος, αλλά έχει «θρέψει» γενιές πολιτικών – ανάμεσά τους και τον νυν καγκελάριο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Την ίδια στιγμή, η είδηση ότι η ιταλική UniCredit έχει φτάσει να ελέγχει το 21% ενός από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, την εμβληματική Commerzbank, σήμανε συναγερμό στις τάξεις της κυβέρνησης και όλου του πολιτικού κόσμου, που φοβήθηκαν πως επίκειται μια «επιθετική εξαγορά».
Λίγες ημέρες νωρίτερα, επίσης, η αμερικανική Intel διεμήνυε στους Γερμανούς ότι αναστέλλει για τουλάχιστον μία διετία την κατασκευή δύο μονάδων παραγωγής ημιαγωγών στο Μαγδεμβούργο, μια επένδυση αξίας 30 δισ. ευρώ, επικαλούμενη οικονομικά προβλήματα. Το πλήγμα είναι σημαντικό για αρκετούς λόγους: Η κυβέρνηση Σολτς είχε δεσμευθεί να εισφέρει περίπου 10 δισ. ευρώ ποντάροντας στη δημιουργία άνω των 3.000 θέσεων εργασίας, αλλά και σε ένα αποφασιστικό βήμα για την αυτονομία της χώρας και ειδικά των αυτοκινητοβιομηχανιών της σε έναν εξαιρετικά κρίσιμο τομέα – που, ανάμεσα στα άλλα, θα τοποθετούσε τη Γερμανία σε θέση «οδηγού» στην Ευρώπη.
Σαν να μην έφταναν δε όλα αυτά, ήρθε και ο Ντόναλντ Τραμπ να στείλει ένα απειλητικό μήνυμα προς το Βερολίνο, εν όψει των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου. Εάν εκλεγώ, είπε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, «θα δείτε μια μαζική έξοδο της μεταποίησης από την Κίνα προς την Πενσιλβάνια, από την Κορέα προς τη Βόρεια Καρολίνα και από τη Γερμανία στην Τζόρτζια» – προαναγγέλλοντας νέους δασμούς, καθώς και τον διορισμό ενός ειδικού επιτρόπου που θα έχει ως μοναδικό καθήκον να πείσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις να κλείσουν τις μονάδες τους στο εξωτερικό (και στη Γερμανία) και να επιστρέψουν στις ΗΠΑ.
Οικονομική ανασφάλεια και πολιτική κρίση
Ακόμα κι αν η Volkswagen δεν βυθιστεί τελικώς στην κρίση, η Commerzbank δεν εξαγοραστεί και οι Αμερικανοί δεν φύγουν από τη Γερμανία, ένα είναι βέβαιο: οι ανωτέρω εξελίξεις είναι παραπάνω από αρκετές για να προκαλέσουν εκτεταμένη ανασφάλεια και εκνευρισμό στις τάξεις ενός λαού ο οποίος, παραδοσιακά, επιλέγει να βαδίζει στα σίγουρα και αποφεύγει τις εκπλήξεις. Ουσιαστικά δε, εδώ ακριβώς βρίσκεται και το «κλειδί» τόσο για την κυβερνητική κρίση – η οποία χθες εκφράστηκε με την παραίτηση της ηγεσίας του ενός από τα κόμματα του συνασπισμού του Ολαφ Σολτς, των Πρασίνων – όσο και για τη ραγδαία ενίσχυση της Ακροδεξιάς στη χώρα.
Είναι κοινό μυστικό άλλωστε ότι η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ψαρεύει στα νερά της ανασφάλειας, με δολώματα που αποδεικνύεται πως πιάνουν πολλά ψάρια: τους πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι δήθεν ευθύνονται για όλα τα κακά, καθώς απομυζούν τις κοινωνικές παροχές και ρίχνουν τα μεροκάματα, ακόμα και τα «φτωχαδάκια» της ΕΕ που παρουσιάζονται σαν να απαιτούν διαρκώς από το Βερολίνο να πληρώνει προκειμένου να συνεχίσουν να ζουν στην… τεμπελιά τους (επιχείρημα το οποίο πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, έχουν βιώσει στο πετσί τους).
Κάπως έτσι και καθώς η Γερμανία βλέπει ορισμένα από τα σύμβολα της ισχύος της να τρεκλίζουν, νιώθει την ανάγκη να οχυρωθεί. Και αυτό, με τη σειρά του, κάνει το σχέδιο της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» να μοιάζει ακόμα πιο μακρινό και την ΕΕ μη συμβατή με τις προτεραιότητες του Βερολίνου.
Volkswagen
Ενας γίγαντας εκπέμπει SOS
Εχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που αποκαλύφθηκε το περιβόητο «ντίζελ-γκέιτ», με πρωταγωνίστρια τη Volkswagen, η οποία είχε τοποθετήσει σε περίπου 5 εκατ. οχήματα του ομίλου ένα λογισμικό που παραπλανούσε τις Αρχές, παρουσιάζοντας χαμηλότερες ποσότητες ρύπων από εκείνες που στην πραγματικότητα εξέπεμπαν. Παρά τα δισ. που έχει πληρώσει ο όμιλος σε πρόστιμα, ειδικά στις ΗΠΑ που βρήκαν ευκαιρία να τον στριμώξουν και να περιορίσουν το μερίδιό του στην αμερικανική αγορά, η ρετσινιά τον ακολουθεί ακόμη.
Μόνο που σήμερα δεν είναι αυτό το μεγαλύτερό του πρόβλημα. Είναι η ένταση του ανταγωνισμού, ειδικά από την πλευρά της Κίνας στον τομέα της ηλεκτροκίνησης, αλλά και το δίκοπο μαχαίρι των δασμών που θέλει να επιβάλει η Κομισιόν στα εισαγόμενα από εκεί οχήματα. Κι αυτό διότι ενώ από τη μία πρόκειται για μια κίνηση η οποία έχει στόχο να προστατεύσει την ευρωπαϊκή παραγωγή, από την άλλη προκαλεί τρόμο στη VW (και άλλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Mercedes), η οποία αποκομίζει μεγάλο μέρος των εσόδων και κερδών της στην κινεζική αγορά και θα πληγεί σφοδρά από τα αντίποινα του Πεκίνου.
Το σίγουρο είναι πως η απειλή είναι τόσο μεγάλη ώστε ορισμένοι να κάνουν λόγο για «σεισμό» που κλονίζει τα θεμέλια της VW, καθώς για πρώτη φορά εξετάζονται σενάρια να μπει λουκέτο σε εργοστάσια στη Γερμανία. «Η εταιρεία θεωρείται ζωτικής σημασίας για την ευημερία όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε εθνικό. Ποτέ στο παρελθόν οι εργαζόμενοι σε αυτή δεν ένιωθαν να απειλούνται κατά τέτοιο τρόπο μέσα στην ίδια τους την πατρίδα» όπως χαρακτηριστικά έγραφε πρόσφατα η «Guardian».
Σύμφωνα με τον CEO Ολιβερ Μπλούμε, εδώ και 15 χρόνια ο όμιλος δαπανά πολύ περισσότερα από τις δυνατότητές του – όπως είπε, μοιάζει με το ταμείο μιας οικογένειας που στο τέλος του μήνα είναι άδειο. Γι’ αυτό και πρέπει να «μαζευτεί» επειγόντως, κάτι που για αρκετά άλλα κορυφαία στελέχη παραπέμπει σε περίπου 20.000 απολύσεις. «Εμείς είμαστε η οικογένεια της Volkswagen και μια οικογένεια δεν αφήνει κανέναν πίσω» δήλωσε η Ντανιέλα Καβάλο, εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΔΣ, προαναγγέλλοντας αντιδράσεις και απεργίες. Η συνέχεια αναμένεται δραματική…
Commerzbank
Τα γάντια έχουν βγει, οι Ιταλοί ante portas
«Στη μάχη για την Commerzbank τα γάντια έχουν βγει» έγραφε τη Δευτέρα το «Politico», στον απόηχο των αντιδράσεων που είχε προκαλέσει η είδηση ότι η ιταλική UniCredit είχε αυξήσει σε 21% το υπό τον έλεγχό της μερίδιο του μετοχικού κεφαλαίου της γερμανικής τράπεζας. Πρόκειται για μια «εχθρική επίθεση» έσπευσε να δηλώσει ο Ολαφ Σολτς, επικαλούμενος το γεγονός ότι οι Ιταλοί κινήθηκαν στο παρασκήνιο – για την ακρίβεια, μέσω της δαιδαλώδους και συνήθως αδιαφανούς αγοράς παραγώγων. «Το Βερολίνο προφανώς δεν θέλει να δει μια μεγάλη γερμανική τράπεζα να περνά σε ιταλικά χέρια» σχολίασε στέλεχος του Ινστιτούτου Bertelsmann, αναφερόμενο στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν και στην πίεση που δέχθηκε η κυβέρνηση, η οποία κινδυνεύει να κατηγορηθεί για… εθνική προδοσία στην περίπτωση που επιτρέψει την παραπάνω εξέλιξη.
Υστερα από όλα αυτά και μπροστά στον κίνδυνο να προκληθεί ένα επεισόδιο με ευρύτερες συνέπειες για τις σχέσεις της Ρώμης και το Βερολίνο, ο διευθύνων σύμβουλος της UniCredit φάνηκε να κάνει μισό βήμα πίσω. «Για εμάς, τη συγκεκριμένη στιγμή, η Commerzbank αποτελεί απλώς μια επένδυση και τίποτε παραπάνω. Δεν υπάρχει καμία προσφορά, κανενός είδους προσπάθεια» τόνισε σε χθεσινές του δηλώσεις ο Αντρέα Ορτσελ, επιχειρώντας να διαβεβαιώσει πως δεν είναι στα σχέδιά του η απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου. Μάλιστα, άφησε να εννοηθεί ότι εφόσον δεν υπάρξει συναίνεση της γερμανικής πλευράς, τότε ο ίδιος και οι μέτοχοι του ομίλου είναι έτοιμοι να πουλήσουν το σύνολο του μεριδίου του στην Commerzbank.
Παρ’ όλα αυτά, η κίνηση που έκαναν ανέδειξε μια σημαντική πλευρά και ένα τρωτό σημείο στο επιχειρηματικό οικοδόμημα της Γερμανίας. Ακόμη και αν οι Ιταλοί δεν το εκμεταλλευτούν σε αυτή τη φάση, ουδείς εγγυάται πως δεν θα υπάρξουν μελλοντικά κάποιοι άλλοι που θα το κάνουν – και δεν θα υποχωρήσουν.