Μαχαλάς είναι η γειτονιά που ξέφτισε μαζί με τους δεσμούς των ανθρώπων που αποτελούσαν μια ομάδα και μοιράζονταν τους κοινόχρηστους χώρους του. Καθώς προχωρούσε θριαμβικά, και με έμφαση μεταπολεμικά στη χώρα μας, η μοντέρνα εποχή, το κοινόχρηστο χάθηκε, διότι προτιμήσαμε τον αυτάρκη και αυτοϊκανοποιούμενο εαυτό σε ένα ατομικό μπουντρούμι, δηλαδή μια φυλακή, ένα ανήλιαγο υπόγειο ή ένα ηλιόλουστο ρετιρέ. Από τη στιγμή που οι κοινότητες των μαχαλάδων αποσαρθρώθηκαν και φωλιάσαμε έκαστος στο μπουντρούμι του εαυτού του, σάμπως να συναινέσαμε ότι δεν θα διατηρούμε δεσμούς με τα όμορα μπουντρούμια της κοινότητας στην οποία ανήκουμε, διότι, παρόλο που χάθηκε η γειτονιά, εξακολουθούμε να έχουμε συνεργάτες και συναδέλφους· μάλιστα η ανάπτυξη πνεύματος συνεργασίας επιβραβεύεται άνωθεν, από όποιον έχει ισχύ. Ομως η συνεργασία έχει ως προϋπόθεση την εμπιστοσύνη και την αμοιβαιότητα ανάμεσα στους εταίρους, δηλαδή στους συνεργάτες.
Ωστόσο, φαίνεται ότι ζούμε σε εποχές όπου έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στους συνανθρώπους μας, επειδή η ρευστότητα των καιρών το επιβάλλει· έχουν διαμορφωθεί έτσι τα πράγματα ώστε η ντομπροσύνη, η ευθύτητα, να χαρακτηρίζει κάποιον θετικά, αλλά συνάμα τον καθιστά αφελή ή χαζούλη. Πίστη, εμπιστοσύνη και πιστότητα συνέχουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Ποιος όμως διδάσκει στις νεότερες γενιές την εμπιστοσύνη; Ποιος γονιός συμβουλεύει τα παιδιά του να έχουν εμπιστοσύνη στο περιβάλλον τους; Ποιος δάσκαλος αναλαμβάνει την ευθύνη να καλλιεργήσει στους μαθητές του αίσθημα εμπιστοσύνης προς τους φίλους τους, ιδίως τους εξωσχολικούς;
Κάποτε η εμπιστοσύνη και η μπέσα αφορούσαν συμφωνία μεταξύ των αντιπάλων· τώρα όμως αφορούν κυρίως τις συναλλαγές μας σε κάθε είδους αγορά και τις συμφωνίες μας ακόμη και με τους οικείους και τους συναδέλφους και φίλους μας. Η φιλία και η συναδελφικότητα εξ ορισμού, θαρρώ, έχουν δύο πυλώνες: τον σεβασμό και την πίστη, την εμπιστοσύνη· αμφότερα πρέπει να υπάρχουν επ’ αμοιβαιότητι. Μπορείς να σέβεσαι κάποιον, αλλά αν δεν του έχεις εμπιστοσύνη, η φιλία και η ποιότητα συνεργασίας παραπαίουν· και το να σε εμπιστεύονται είναι μια κατάκτηση ακόμη σπουδαιότερη και από το να σε αγαπάνε. Η εκδήλωση της αγάπης, όμως, δεν μπορεί να εκπορεύεται από κάποιον που δεν τη διαθέτει. Οταν ένας γυμνός άνθρωπος σου προσφέρει ένα πουκάμισο, λέει μια αφρικανική παροιμία, πρέπει να έχεις τα μάτια σου τέσσερα. Οποιος δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει εσένα. Αρα, πώς να εμπιστευτείς τον μπαγάσα, όταν σου πει εγώ σε αγαπώ και νοιάζομαι για σένα;
Η πραγματική πίστη, η αλήθεια, του ανθρώπου είναι ο κώδικας των αρχών του και ο τρόπος που ζει· το τι πιστεύει ο κάθε μπαγάσας, που ετυμολογικά σχετίζεται με την ιταλική λέξη bagascia (πόρνη), τεκμαίρεται μονάχα από τις πράξεις του, όχι από τα γαστερόποδα λόγια του. Στον ακαδημαϊκό χώρο, για να μην αναφερθώ στους πολιτικούς που αποτελούν τον εύκολο στόχο, και στα συλλογικά όργανά του ευδοκιμούν τα οστρακόδερμα μαλάκια που έχουν ομοίως ασπόνδυλη άποψη την οποία θεωρούν αδιαμφισβήτητη. Αυτά τα μαλάκια παραμένουν ανεξέλικτα βιολογικώς και διανοητικώς είτε διότι προσηλώνονται σε κάποια ακαταμάχητη ιδεοπληξία είτε διότι έρπουν ύπουλα προς τα διοικητικά οφίκια, διαθέτοντας γελοίες δεξιότητες, οι οποίες δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. Ο προσφυής ισχυρισμός του καγκελάριου πρίγκιπα Οτο φον Μπίσμαρκ (1815-1898) «Drei professoren, vaterland verloren» (Καθηγητές τρεις και χάθηκε η πατρίς) σίγουρα είχε υπόψη του αυτές τις ποιότητες των λειτουργών σε ένα ΑΕΙ.
Παραινώ κάθε λιμοκοντόρο αμφίβιο να αντιληφθεί ότι δεν έχει σημασία αν θα παρασπονδήσει μηχανορραφώντας στον ακαδημαϊκό μαχαλά, αλλά ότι κανείς δεν θα τον εμπιστευθεί ποτέ ξανά.