Οι τουριστικές εισπράξεις κάτω, οι καταθέσεις πάνω, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται και τη χρηματοδότηση με νέα δάνεια των νοικοκυριών να παραμένει αρνητική. Ακατανόητα πράγματα, βάσει της επικρατούσας άποψης, έβγαλαν και πάλι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντε τώρα να εξηγηθεί, με τρόπο που να μη θίγεται το εθνικό αφήγημα περί αξεπέραστης κρίσης των ελληνικών νοικοκυριών, η νέα αύξηση των καταθέσεων τον Αύγουστο. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για το νόμιμο, το «άσπρο» χρήμα, όχι το «μαύρο» που δεν μπορεί να περάσει από τις τράπεζες και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι κυκλοφορεί άφθονο στην ελληνική οικονομία.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν μια αύξηση 1,4 δισ. ευρώ των ιδιωτικών καταθέσεων μέσα στον Αύγουστο. Θα περίμενε κανείς ότι η αύξηση προήλθε από τις τουριστικές επιχειρήσεις και τις εισπράξεις τους τον μήνα αιχμής. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος, άνω του ενός δισ. ευρώ, προήλθε από την αύξηση των αποταμιεύσεων των ελληνικών νοικοκυριών, παρά το μεγάλο καλοκαιρινό έξοδο των ελληνικών διακοπών. Προσέξτε τη συνθήκη: χαλούσαν λεφτά στα ακριβά καταλύματα, τα πανάκριβα ακτοπλοϊκά, στους αυξημένους λογαριασμούς του ρεύματος και την τσουχτερή εστίαση, τα beach bars και όλα τα παρελκόμενα, και πάλι τους έμεναν λεφτά για να βάλουν στην τράπεζα. Μάλιστα το έκαναν χωρίς να αποθαρρύνονται από τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών. Με αυτά και με αυτά, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν σε νέο υψηλό μετά την κρίση των 195,3 δισ. ευρώ. Πάνω από 6 δισ. ευρώ περισσότερα από την αρχή του έτους και περίπου 26 δισ. ευρώ περισσότερα από τον Ιανουάριο του 2019.
Το επίσης σημαντικό ήταν ότι σε θετικό έδαφος γύρισαν και τα νέα δάνεια των τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα, με την εξαίρεση της στεγαστικής πίστης που συνεχίζει να εμφανίζει αρνητική ζήτηση για νέα δάνεια. Αξιοσημείωτο στοιχείο, ότι το μεγαλύτερο μέρος των αγοραπωλησιών ακινήτων συνεχίζει να γίνεται με μετρητά, από τις διαθέσιμες καταθέσεις, παρά την εκτίναξη των τιμών των ακινήτων. Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, οι εκταμιεύσεις νέων στεγαστικών δανείων συνεχίζουν να κινούνται με ρυθμό -2,7%, παρά την εντυπωσιακή πορεία του προγράμματος επιδοτούμενου επιτοκίου «Σπίτι μου 1». Υποτονικά κινούνται και τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις, καθώς οι περισσότεροι λόγω των πολύ χαμηλών εισοδημάτων που δηλώνουν δεν δικαιούνται τραπεζική χρηματοδότηση. Τι μένει; Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των νέων χρηματοδοτήσεων (+10,5%), προφανώς ευνοημένες από τα πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.
Ολο αυτό το σκηνικό των αυξημένων συνεχώς καταθέσεων – δηλαδή χρήματα που κάθονται – και της υποτονικής αγοράς νέων δανείων μπορεί να αποτελεί σημάδι μεγάλης υγείας ενός τραπεζικού συστήματος που έχει πρόσφατα αναρρώσει από πλήρη καταστροφή, αλλά δεν είναι καλό σημάδι για την αναπτυξιακή προοπτική μιας οικονομίας. Και μπορεί για τις τράπεζες να είναι σαφές και προδιαγεγραμμένο το πλαίσιο λειτουργίας τους λόγω της αυξημένης εποπτείας, για την υπόλοιπη οικονομία όμως η αλλαγή αυτής της συνθήκης τείνει να λάβει σχεδόν υπαρξιακά χαρακτηριστικά.