Είναι αμφίβολο εάν όσοι κινούνται σε κομματικούς σχηματισμούς και μορφώματα δεξιότερα της ΝΔ εκκινούν από την ίδια αφετηρία και έχουν κοινές ανησυχίες και προσδοκίες. Σε μια πρώτη ανάγνωση, αυτές οι δεξαμενές που φαίνεται πλέον να καλύπτουν σχεδόν το ένα πέμπτο του εκλογικού σώματος, τροφοδοτούνται από ένα υπερσυντηρητικό κοινό που δυσανασχετεί με τις κυβερνητικές επιλογές ή γενικότερα με την κατεύθυνση που υποδεικνύουν τα λεγόμενα συστημικά κόμματα. Οι δημοσκόποι, ωστόσο, διατηρούν επιφυλάξεις για τους πραγματικούς λόγους της όποιας δυναμικής τους. Τα δικά τους ευρήματα οδηγούν σε ένα ετερόκλητο κοινό που κινείται περισσότερο με διάθεση διαμαρτυρίας, έστω κι αν ένα μεγάλο τμήμα του μπορεί να βρει σημείο επαφής στην εκκλησία ή σε μια εθνικιστική ατζέντα, και λιγότερο από την προσδοκία επιστροφής σε παραδοσιακές συντηρητικές ρίζες. Το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» μπορεί να καθοδηγεί παρεμβάσεις και σχεδιασμούς από τους διάφορους ηγήτορες του χώρου, αλλά οι δεξαμενές γεμίζουν πρωτίστως επειδή ένα ευδιάκριτο συντηρητικό ακροατήριο έχει συναντηθεί από καιρό με τους αγανακτισμένους της πλατείας. Εάν ο Πολάκης θα μπορούσε να συμπορευθεί ξανά με τον Καμμένο, άλλωστε, δεν είναι δυσεξήγητο το νέο μείγμα που επιχειρούν να στεγάσουν κόμματα στη δεξιά πλευρά του χάρτη.
Προφανώς ο χώρος εμφανίζεται σε αυτή τη φάση πολυκερματισμένος, με αρκετούς να φιλοδοξούν να αναλάβουν ρόλο αρχηγού. Η ανησυχία που καταγράφεται στο Μαξίμου και στα κομματικά επιτελεία του λεγόμενου συνταγματικού τόξου έχει να κάνει κυρίως με την προοπτική να αναδειχθεί κάποια στιγμή ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια ελληνική εκδοχή τύπου Ορμπαν ή Μελόνι. Τα ευρωπαϊκά μηνύματα που πληθαίνουν δεν μπορούν να αποκλείσουν αυτή την εκδοχή. Και οι πρόσφατες ευρωεκλογές κάθε άλλο παρά αποδυνάμωσαν αυτό το σενάριο ή λειτουργούν ως βάση για ένα σχέδιο αναχαίτισης.
Είναι εξίσου σαφές ότι στο Μαξίμου, αναλύοντας και τις δικές τους δημοσκοπήσεις, έχουν διαγνώσει πως δίπλα στη ρευστότητα που επικρατεί στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο καταγράφεται ένα ρευστό τοπίο και στα δεξιά της ΝΔ. Οι διαρροές είναι καθαρές και διαμορφώνεται μια τάση για έναν πιο σκληρό δεξιό κομματικό χώρο. Εν μέσω ελληνοτουρκικής προσέγγισης, της επιστροφής των εθνικιστών στα Σκόπια και των παιχνιδιών του Ράμα στην Αλβανία, τα εθνικά ζητήματα εξελίσσονται σε κρίσιμη ύλη, όπως έχουν παίξει τον ρόλο τους η ακρίβεια και ο δικαιωματισμός, με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών στην προμετωπίδα. Παραμένει ζητούμενο, ωστόσο, εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφασίσει πλέον να στήσει αναχώματα για τις διαρροές και να επενδύσει αποκλειστικά σε ένα σχέδιο κατευνασμού των υπερσυντηρητικών ψηφοφόρων. Προς το παρόν, οι κινήσεις του απευθύνονται σε όλο το φάσμα – από τη μία ομνύει στο «πολιτικό Κέντρο», από την άλλη εκπέμπει μηνύματα στη δεξιά πτέρυγα. Η διαγραφή Σαλμά υπαγορεύθηκε από άλλους λόγους, δεν αποτελεί κήρυξη πολέμου. Η επιλογή του Απόστολου Τζιτζικώστα για το κονκλάβιο των ευρωπαίων επιτρόπων υπηρετεί έναν σχεδιασμό και για έλεγχο στον Βορρά, που περισσότερο από άλλες περιοχές επηρεάζεται από τις αποσκιρτήσεις. Και μένει να απαντηθεί εάν στην ίδια ατζέντα θα ενταχθεί και η προεδρική εκλογή.
Κάπου εδώ, μετά τον Νίκο Δένδια, στη συζήτηση, παρασκηνιακή και δημόσια, μπήκε και η περίπτωση του Κώστα Τασούλα – που έτσι κι αλλιώς κατέχει την τρίτη θέση στη short list των πολιτειακών αξιωμάτων. Ο ίδιος βλέπει τη σκόνη που σηκώνεται και δεν έχει λόγο να θέλει αυτή να κατακάτσει. Ο χαμηλών τόνων Πρόεδρος της Βουλής, με εκκίνηση από την ομάδα των αβερωφικών, μπορεί να απευθυνθεί στον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της ΝΔ, χωρίς να δημιουργούνται παρεμβολές στα σχέδια του Μητσοτάκη. Κι επιπλέον δεν φαίνεται να δοκιμάζονται οι αντιστάσεις του Κώστα Καραμανλή ή του Αντώνη Σαμαρά. Είναι ένα ερώτημα, όμως, εάν η περίπτωση Τασούλα θα μπορούσε να αποκτήσει υπερκομματικά χαρακτηριστικά. Αν υπάρχει μία βεβαιότητα μέχρι τον Ιανουάριο που ο Πρωθυπουργός έχει γνωστοποιήσει ότι θα ανοίξει τα χαρτιά του, έχει να κάνει με αυτό: μια απόφαση για αλλαγή φρουράς στο Προεδρικό θα υπαγορεύεται μόνο από τις εσωκομματικές ανάγκες.