Στο σημείο όπου συναντηθήκαμε, η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας διατηρεί ακόμη την εικόνα που είχε τον 19ο αιώνα. Ο Εθνικός Κήπος, τα Παλαιά Ανάκτορα – η σημερινή Βουλή –, το εμβληματικό Mέγαρο Πεσμαζόγλου σχεδιασμένο από τον Τσίλλερ. H επιβλητική λεωφόρος που φτιάχτηκε ως η «ευρωπαϊκή βιτρίνα» της Αθήνας τα έχει όλα. Ή μάλλον τα είχε.
«Από την αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας έως το νούμερο 61 – περίπου στο ύψος της οδού Μονής Πετράκη – σώζονται 22 κτίρια χτισμένα σχεδόν από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το τέλος της δεκαετίας του 1930. Το καθένα έχει να διηγηθεί τη δική του ιστορία», λέει η Ειρήνη Γρατσία, καθώς ατενίζουμε τη θέα από το εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη. «Διατηρήθηκαν διότι βρίσκονται σε έναν δρόμο μεγαλοαστικό, σε “δρόμο πλουτοκρατών”, όπως αποκαλούσε τη Βασιλίσσης Σοφίας ο Ροΐδης. Παρ΄ όλ’ αυτά, ακόμη και εδώ έχουν κατεδαφιστεί 22 κτίρια, όλα μέγαρα, ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή».
Η Ειρήνη Γρατσία είναι η γυναίκα που μας σύστησε εκ νέου, με τρόπο σχεδόν αναπάντεχο, τα κτίρια της Αθήνας. Μέσα από το έργο της MONUMENTA, της οποίας είναι συντονίστρια, τα κτίρια παρουσιάστηκαν στο ευρύ κοινό με τη φωνή των ιδιοκτητών τους, ντυμένα με τις ανθρώπινες ιστορίες που φιλοξένησαν, αφηγούμενα την ίδια την ιστορία της πόλης, όπως την είδαν να ξετυλίγεται μπροστά τους ανά τους αιώνες. Μέσα από μαρτυρίες, και συγκεκριμένα μέσα από 400 προφορικές συνεντεύξεις κατοίκων της Αθήνας που έχει πραγματοποιήσει μέχρι στιγμής η οργάνωση.
Οταν το 2006 συστάθηκε η MONUMENTA, με σκοπό την προστασία της αρχιτεκτονικής – αλλά και της φυσικής – κληρονομιάς της χώρας, η ενασχόληση με τα κτίρια, ειδικά με τις ιστορίες τους, ήταν περιορισμένη. Κανείς δεν φανταζόταν ότι μερικά χρόνια αργότερα εκατοντάδες Αθηναίοι θα βρίσκονταν καθημερινά, επί τρία συναπτά έτη, στους δρόμους για να λάβουν μέρος σε μια τιτάνια προσπάθεια, χωρίς προηγούμενο, την καταγραφή όλων των κτιρίων που χτίστηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα την περίοδο 1830-1940. Τελικά, με την πρωτοβουλία της MONUMENTA και τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ως το 2015 καταγράφηκαν όλα όσα είχαν σωθεί μέχρι τότε, περίπου 11.500 κτίρια, τα οποία τεκμηριώθηκαν και καταχωρίστηκαν λεπτομερώς σε ένα ψηφιακό αποθετήριο προσβάσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο (www.monumenta.org). Κάπως έτσι πέρασαν στην Ιστορία εκατοντάδες κτίρια, που θα χάνονταν χωρίς ποτέ να μάθουμε την ύπαρξή τους, χωρίς ποτέ να φανταστούμε τις ιστορίες με τις οποίες συνδέθηκαν…
«Τραγική κατάσταση»
«Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται ούτε το 20% των κτιρίων που υπήρχαν πριν ξεκινήσει ο Πόλεμος στην Αθήνα», λέει η Ειρήνη Γρατσία. «Υπολογίζουμε ότι έχουν κατεδαφιστεί περίπου 80.000 κτίρια. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση είναι τραγική. Σειρά για κατεδάφιση έχουν πλέον πάρει τα κτίρια του Μεσοπολέμου». Σχεδόν κάθε εβδομάδα τρία με τέσσερα, ίσως και περισσότερα, κτίρια χτισμένα ανάμεσα στο 1920 και το 1940 στην Αθήνα εξαφανίζονται από το σαρωτικό πέρασμα της μπουλντόζας. Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις περί δραματικής αλλοίωσης της φυσιογνωμίας των πόλεων της χώρας. Μόνο στο διάστημα 2020-2023 στην Ελλάδα εκδόθηκαν 380 άδειες για κατεδάφιση κτιρίων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ισόγεια και διώροφα κτίρια του Μεσοπολέμου.
Γιατί μια τόσο παλιά πόλη προσπαθεί με μανία να σβήσει το παρελθόν της…; «Είμαστε εχθρικοί προς τα κτίρια», απαντά Ειρήνη Γρατσία με τη μειλίχια φωνή της. «Δεν έχουμε την κουλτούρα της προστασίας τους, δεν έχουμε εκπαιδευτεί να τα αγαπάμε. Διδασκόμαστε τοπική ιστορία στα σχολεία; Ούτε την ιστορία που κρύβει το όνομα του δρόμου στον οποίο κατοικούμε δεν γνωρίζουμε. Στην Ελλάδα, παρότι η αρχαία και βυζαντινή κληρονομιά προστατεύεται – και μάλιστα αυστηρά –, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για να προστατευτεί η νεότερη. Μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι η αντιπαροχή είναι μορφή ανάπτυξης. Δόθηκε μεγάλο κίνητρο στους μικρούς ιδιοκτήτες και αυτό μεταμόρφωσε το αστικό τοπίο. Ολα έγιναν χωρίς έλεγχο, με μια εργολαβική αντιμετώπιση της γης. Ως πότε, όμως, οι πόλεις θα είναι στο έλεος της αντιπαροχής;».
Οπως εξηγεί, το μεγάλο έγκλημα συντελέστηκε στη χούντα, η οποία αύξησε σημαντικά τον συντελεστή δόμησης. «Στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 βλέπεις και ωραίες πολυκατοικίες, όμως από τα τέλη του ’60 και του ΄70 κυριαρχεί η φτηνή, τυποποιημένη πολυκατοικία που άλλαξε τελείως την εικόνα των πόλεων».
Είναι αυτό ακριβώς που προκαλούσε θυμό στον Τσαρούχη, ο οποίος είχε πει: «Πήγα να ζωγραφίσω ξανά το Τελωνείο (σ.σ.: στον Πειραιά) και βρήκα τη μισή αποθήκη του Κλεάνθη γκρεμισμένη. Νομίζω, τώρα είναι χτισμένη και μια πολυκατοικία δίπλα της. Σπανίως λαός κατέστρεψε την πατρίδα του σαν ξένος κατακτητής, λυσσαλέος και βάρβαρος».
«Ετσι είναι», σχολιάζει η Ειρήνη Γρατσία. «Πριν από λίγο καιρό προσφύγαμε στο ΣτΕ η MONUMENTA και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού ώστε να σωθεί μια εκλεκτικιστική κατοικία κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου. Πολλοί μάς λένε: Θα σώσετε αυτά τα ταπεινά διώροφα; Υπάρχει η αντίληψη ότι πρέπει να προστατεύσουμε μόνο τα μεγάλα κτίρια, των σπουδαίων αρχιτεκτόνων· δεν είναι, όμως, έτσι. Και τα άλλα κτίρια έχουν να μας δώσουν. Ο Αγγελος Δεληβορριάς έλεγε – και το κρατώ – ότι υποτιμούμε το ταπεινό, ενώ δεν πρέπει. Και ότι οφείλουμε όλοι εμείς να συμβάλουμε στη διατήρησή του. Εκείνος μιλούσε για τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Από την άλλη, πόσες προσφυγές μπορούμε να κάνουμε;».
Σύμφωνα με την ίδια, οι οργανώσεις που ασχολούνται με την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς πρέπει να δώσουν αλλού προτεραιότητα. «Πόσες κατεδαφίσεις μπορούμε να σταματήσουμε; Χάνονται π.χ. 100 κτίρια και εμείς χάνουμε όλες μας τις δυνάμεις για να σώσουμε ένα. Αυτό που πρέπει να ζητήσουμε επίμονα είναι τα κίνητρα για τους ιδιοκτήτες και η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Ο νόμος του ΥΠΠΟ προστατεύει περισσότερο τα κτίρια άνω των 100 ετών και λιγότερο των 100 ετών. Ετσι χάνουμε τα εκλεκτικιστικά και του μοντέρνου κινήματος κτίρια. Επειτα υπάρχει το bonus ύψους του Οικοδομικού Κανονισμού αν κάνεις το κτίριο ενεργειακό, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην κατεδάφιση των παλαιών κτιρίων».
«Τα πάντα κατεδαφίζονται»
Οπως λέει, αυτό δεν αφορά μόνο την Αθήνα. «Η Κηφισιά κατεδαφίζεται, οι Αμπελόκηποι, το Παγκράτι, η Καλλιθέα, η Νέα Φιλαδέλφεια. Στο Παλαιό και Νέο Ψυχικό και στη Φιλοθέη έχουν χαθεί περισσότερα από 100 κτίρια. Η Τρίπολη, το Αργος, η Θεσσαλονίκη… Τι έχει απομείνει στην Πάτρα; Στη Λάρισα μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών τα κτίρια που σώθηκαν. Τα πάντα κατεδαφίζονται. Και μετά καλύπτεται σχεδόν όλη η επιφάνεια με μπετόν. Κόβονται δέντρα, καταστρέφονται οι κήποι μαζί με τα ζώα, τα έντομα, τα πουλιά, το οποίο θα φέρει νέες καταστροφές λόγω των πλημμυρών. Ρώτησα έναν κύριο που ήθελε να κόψει ένα δέντρο στο Ψυχικό “Γιατί το κόβετε;” και μου απάντησε “Μα πέφτουν τα φύλλα”. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι τελικά έχουμε τρελαθεί».
Η οργάνωση δέχεται πολλές εκκλήσεις ώστε να παρέμβει για τη διάσωση κτιρίων. «Χρειάζεται όμως πολύ περισσότερος κόσμος να ενδιαφερθεί ενεργά και να πράξει – το σύνθημά μας είναι “Πράττουμε για τα μνημεία” – ώστε να αλλάξει η τραγική αυτή κατάσταση», λέει.
Από τα χέρια της Ειρήνης Γρατσία έχουν περάσει αληθινοί θησαυροί. Με σπουδαιότερο το αρχείο της Εργοληπτικής Εταιρείας, η διάσωση και τεκμηρίωση του οποίου αποτελεί μία από τις παρακαταθήκες της MONUMENTA στις επόμενες γενιές. Ενα αρχείο που αποτελείται από 100.000 σπάνια έγγραφα και φωτογραφίες που απεικονίζουν πλήθος κτιρίων της Αθήνας και άλλων πόλεων το διάστημα 1910-1939. «Το βρήκε ο αείμνηστος Γιάννης Λάμπρου, ένας καταπληκτικός συλλέκτης, με τρέλα για τα αρχεία. Δυστυχώς η πολύτιμη βοήθειά του χάθηκε διότι πέθανε πρόωρα πριν από λίγα χρόνια. Οταν το έφερε στα γραφεία μας μέσα σε σακούλες, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν θησαυρό. Οι σπουδαιότεροι αρχιτέκτονες της Αθήνας ξεδιπλώνονταν μπροστά μας με πάρα πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, γιατί οι κατασκευαστικές εταιρείες του Μεσοπολέμου έπρεπε να φωτογραφίζουν τα κτίρια για να διαφημίζουν το νέο υλικό, το μπετόν αρμέ. Αυτό το αρχείο, όταν το είδαμε, νιώσαμε όπως ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε τον τάφο του Τουταγχαμών, το ίδιο συναίσθημα! Πλέον έχουμε ταξινομήσει, συντηρήσει, ψηφιοποιήσει και παραδώσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη το 40% και θα θέλαμε πολύ να ολοκληρώσουμε και το υπόλοιπο».
Μέσα από όλα αυτά προκύπτει το ερώτημα: Εφόσον, κατά τον Τσόρτσιλ, «εμείς διαμορφώνουμε τα κτίριά μας – και μετά διαμορφώνουν αυτά εμάς», πώς θα είναι η ζωή μας στο μέλλον; «Οι πόλεις θα είναι αφόρητες», λέει η Ειρήνη Γρατσία. «Αν δεν δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες, ακόμη και όσα έχουν κριθεί διατηρητέα θα καταρρεύσουν. Από τα υπόλοιπα, ελάχιστα θα μείνουν. Θα αντικατασταθούν τα πάντα από πολυώροφα κτίσματα. Και έχει σημασία από τι αντικαθίσταται το παλιό. Διότι δεν είναι ότι αφήνουμε χώρο για να δημιουργήσουν οι αρχιτέκτονες, παντού βλέπεις τυποποιημένες κατασκευές».
Γι΄ αυτό, «πρέπει το κράτος να αποφασίσει τι θέλει να προστατεύσει. Επίσης πρέπει να δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες των κτιρίων για να σωθούν. Αυτό θα άλλαζε και τη στάση τους καθώς νιώθουν εγκαταλελειμμένοι. “Εμείς κληθήκαμε να προβάλλουμε την ιστορία αυτής της πόλης και να έχουμε μόνο το κόστος;”, αναρωτιούνται. Δεν λειτούργησε ποτέ η μεταφορά του συντελεστή δόμησης. Επίσης υπάρχει τεράστια γραφειοκρατία για τη συντήρηση των διατηρητέων. Και βέβαια χρειάζονται χρήματα – τι έγινε τελικά με το πρόγραμμα “Διατηρώ” που θα βοηθούσε τους ιδιώτες;».
«Δεμένοι με τα κτίρια»
Αλλωστε, όταν ένα κτίριο κατεδαφίζεται, υπάρχει κάτι που δεν αναπληρώνεται ποτέ. Ακόμη κι αν το ίδιο κτίριο χτιζόταν από την αρχή. «Θυμάμαι όταν με περίμενε για συνέντευξη μια ηλικιωμένη κυρία στα Ιλίσια. Ζούσε σε ένα διώροφο κτίριο με κατάστημα στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο, το είχαν χτίσει οι γονείς της τη δεκαετία του 1930. Με περίμενε εξαιρετικά περιποιημένη δείχνοντας πόσο σημαντική ήταν η συνάντησή μας. Οταν ξεκινήσαμε τη συνέντευξη, έβαλε τα κλάματα. Και μου λέει: “Παιδί μου, σε ευχαριστώ, γιατί δικαίωσες την πράξη μου”. Ενιωσε ότι με τη συνέντευξη, που είχε ως θέμα το σπίτι της, η απόφασή της να μην το δώσει για αντιπαροχή δικαιώθηκε… Επίσης, στις συνεντεύξεις στα παλιά κτίρια βλέπουμε συχνά τη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Πήραμε μια συνέντευξη από μια γιαγιά σχεδόν 100 ετών στη Βασιλίσσης Σοφίας, μια αρχόντισσα. Οσο μιλούσαμε άρχισε να ζωντανεύει, το τι θυμόταν δεν λέγεται, δυνάμωσε η φωνή της, μέχρι να φύγουμε είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι δεμένοι με τα κτίρια, είναι δεμένοι με τις ιστορίες που έζησαν μέσα σε αυτά», σημειώνει η Ειρήνη Γρατσία.
«Γι’ αυτό, σώζοντάς τα, δεν σώζεις μόνο τα κτίρια, σώζεις και αυτές τις ζωές. Οσο και αν ακούγεται ρομαντικό. Μερικές φορές μάς λένε: “Το παρακάνετε”. Εγώ πάλι απαντώ: είναι όλοι εναντίον των παλιών κτιρίων, των ταπεινών, όπως συχνά τα αποκαλούμε, ας είναι και κάποιοι να τα υπερασπιστούν…».