Ηταν ωραία τα καλοκαίρια το βράδυ στην Επίδαυρο μετά την πρόβα κι αφού έκλεινε ο Λεωνίδας να πηγαίνουμε όλοι μαζί στην «Παραλία».

Τώρα παραλία μη φανταστείς. Ετσι λέγαμε ένα καφεζαχαροπλαστείο στον κεντρικό δρόμο του Λυγουριού. Αυτοκίνητο να πάμε θάλασσα δεν βρίσκαμε πάντα, οπότε την ανάγκη φιλοτιμία ποιούντες βαφτίζαμε «Παραλία» το στενό πεζοδρόμιο και αράζαμε εκεί όλοι οι ξενύχτηδες, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τους μαθητές και τους κομπάρσους (φιγκιράντ τούς έλεγε η Αρώνη).

Μια τέτοια νύχτα καθόμασταν γύρω από τον Μινωτή καμιά δεκαριά και τον ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα. Υπήρξε έξοχος ομιλητής και φοβερά, για να το πούμε Μολιερικά, φιλάργυρος. Οταν κουραζόταν πια κι έπρεπε να πάει για ύπνο, δεν έλεγε ποτέ τι χρωστάω, αντ’ αυτού ρωτούσε «ποιον να ευχαριστήσω;». Εκείνο το βράδυ όμως είχε μεγάλα κέφια και σε μια στιγμή που μας διηγείτο για την Κοτοπούλη στη Λαίδη Μάκβεθ (Α, ναι, πρέπει να σας πω, έχει περάσει δύσκολες στιγμές το Θέατρό μας) εισβάλλει στην παρέα μια νέα σχετικά στην ηλικία, και σχεδόν ανήλικη στη σκηνοθεσία, θρονιάζεται σε μια πολυθρόνα, αφήνει τσάντες, ζακέτες, καπέλα, σε δυο – τρεις άλλες απλώνει τα πόδια και με μια άνεση δέκα Παξινών τον διακόπτει λέγοντας «Καλησπέρα σας, κύριε Μινωτή, μου. Τι κάνετε;». Ο Μινωτής ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει, συνεχίζει την αφήγησή του χωρίς ν’ αλλάξει στο ελάχιστο τον τόνο της φωνής του, αλλά η νεοφερμένη σκηνοθέτις συνεχίζει ακάθεκτη. «Κύριε Μινωτή, δεν με γνωρίσατε; Εγώ είμαι που σκηνοθέτησα το Σάββατο στο θέατρο εδώ». Ο Μινωτής αγέρωχος γύρισε το βλέμμα σ’ ένα μπαλκόνι ελενίτ απέναντι κι έκανε μια παύση θανατερή. Η παρείσακτη κάνει ότι δεν καταλαβαίνει και συνεχίζει απτόητη. «Μα πώς είναι δυνατόν να μη με θυμάστε; Εγώ είμαι, κύριε Μινωτή». Και τότε επιτέλους γυρίζει ο Μινωτής προς το μέρος της και με βροντερή φωνή:

– Δεν είμαι εδώ, βρε αδερφέ. Δεν είμαι εδώ.

Εν αντιθέσει προς τον μέγιστο αυτό ηθοποιό (θυμάμαι γύρω στο τέλος του ’80 ένα τηλεφώνημα του Χορν – Σταμάτη πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο καλύτερος ηθοποιός του αιώνα πρέπει να είναι δυστυχώς ο Μινωτής) που δήλωσε ότι «Δεν είναι εδώ», πρώτος ο κύριος Κασσελάκης με μια αφίσα που παραπέμπει σε Buzuk-Hall, προφίλ σε μοβ φόντο και μαύρη μπορντούρα (τι πένθος, Αναμπέλα μου, τι πένθος), μας πληροφορεί σχεδόν απειλητικά ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ. Τι λε ρε μάστορα; Κι εγώ που σείχαλλού;

Τι ήταν να το πάρει πρέφα ο ορεσίβιος ποιμενικός Πολάκης, απάντησε αμέσως, προφίλ κι αυτός αλλά σε μαυρόασπρο σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ.

Ε λοιπόν από τη στιγμή που αυτοί οι δύο κύριοι είναι εδώ, εγώ απουσιάζω. Οπως είπε κι ο Μινωτής «Εγώ δεν είμαι εδώ, βρε αδερφέ».

(Ακολουθεί καταγγελία.)

Δεν είμαι εδώ γιατί δεν θέλω να βλέπω (εκτός από τους δύο κυρίους) τον Δούκα να λέει ότι η Δημαρχία και το αρχηγιλίκι του ΠΑΣΟΚ δεν συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, δεν θέλω να βλέπω ανήλικα να δέρνονται ανηλεώς κι ενηλίκους να τους απαθανατίζουν, αρνούμαι να βλέπω αυτό το πρόσωπο του Νετανιάχου να βγάζει πολεμικά ανακοινωθέντα, δεν είμαι εδώ για κανένα τρολ που ξέφυγε από την τροχιά του και σκοτώνει τον αφέντη του, δεν είμαι εδώ για να βλέπω την Ευελπίδων να μετακομίζει και να δικάζει στα πρωινάδικα με τις παρουσιάστριες σε ρόλο εισαγγελέως, κι εν πάση περιπτώσει δεν είμαι εδώ για κανέναν. (Κλείνει το καταγγελτικό μέρος της στήλης.)

Ναι αλλά δεν είμαι εδώ μια κουβέντα είναι. Πού είμαι; Γιατί κάπου πρέπει να είμαι κι εγώ. Πού να πάω;

Στην απελπισία μου κατέβηκα Πειραιά να πάρω το πρώτο πλοίο κι όπου με βγάλει. Αλλά κι εκεί μου την είχε στημένη όρθιος στον καταπέλτη ο μεγάλος Αλεξανδρινός λέγοντάς μου: «…δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες».

Χαιρετώ.