Ο Λέων Τορνίκιος, συγγενής του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου (από το 1042 ως το 1055 μ.Χ.) είχε καταδικαστεί ως ύποπτος συνωμοσίας και εκάρη με το ζόρι μοναχός, αλλά τον άφησαν να ζει ελεύθερος στην Κωνσταντινούπολη. Ενα βράδυ όμως δραπέτευσε, πήγε στην Αδριανούπολη, συγκέντρωσε μέγα στράτευμα, γύρισε, πολιόρκησε την Πόλη και εισήλθε νικητής, ενώ ο αυτοκράτορας είχε περιοριστεί στον λόφο των Βλαχερνών, τον οποίο οι στρατιώτες του είχαν περιβάλει με τάφρο. Ο Λέων αντί να κάνει την τελική έφοδο, ανέβαλε για την επόμενη μέρα την κατάληψη του λόφου, ίσως γιατί πίστεψε στην παλιά ρήση «νίκα και μη υπερνίκα» (δηλαδή να νικάς, αλλά να μην καταχράσαι της νίκης σου), και επέστρεψε στο στράτευμά του έξω απ’ τα τείχη όπου τον επευφημούσαν ήδη σαν βασιλιά. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας όλη τη νύχτα μάζεψε τα διασκορπισμένα του στρατεύματα, ενίσχυσε τα τείχη, φανάτισε τους πολίτες και την άλλη μέρα ο Λέων συνειδητοποίησε, παρά τις ορμητικές του προσπάθειες, ότι δεν μπορεί πια να ξαναμπεί στην Πόλη. Η μεγάλη σύγκρουση μεταφέρθηκε στη Θράκη, όπου τελικά ο Λέων ο Τορνίκιος ηττήθηκε, συνελήφθη και τυφλώθηκε αμέσως από τους δημίους.
Το πρώτο λάθος, βέβαια, έγινε από τον αυτοκράτορα που καταρχήν άφησε τον Λέοντα να ζήσει ελεύθερος οπότε αυτός στη συνέχεια αποστάτησε, και το δεύτερο είναι του Λέοντα που δεν κατέλαβε τον λόφο, δεν ανέτρεψε αμέσως τον Μονομάχο, εφόσον το μπορούσε, και το ανέβαλε για την επόμενη – όλα αυτά αναφέρονται λεπτομερώς και με συναρπαστικό τρόπο στο βιβλίο «Ιστορία» του Μιχαήλ Ατταλειάτη (1020 – 1080 περίπου, μ.Χ.) που καλύπτει την εξαιρετικά ταραγμένη βυζαντινή ιστορική περίοδο από το 1034 ως το 1079. Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις «Κανάκη» σε μετάφραση του Ιωάννη Δ. Πολέμη. Σε αυτό αναφέρεται το περίφημο «Νίκα και μη υπερνίκα» ως ένα είδος παροιμίας που λέγονταν εκείνη την εποχή – αν και η καταγωγή της φράσης οφείλεται μάλλον στον Θουκυδίδη και στην παράπλευρη ρήση περί του ότι πρέπει να δίνεις πάντοτε μια διέξοδο στους ηττημένους εχθρούς. Διότι εάν αυτοί φτάσουν στην απόγνωση, έστω και νικημένοι, γίνονται πολύ επικίνδυνοι όπως η παγιδευμένη γάτα.
Βέβαια υπάρχουν, ιστορικά, και αντίθετες θεωρίες, ας πούμε περί της καταδίωξης των ηττημένων και της εξόντωσης μέχρις ενός – αλλά όλα αυτά δοκιμάζονται και ισχύουν κατά περίπτωση και έρχονται και επανέρχονται μέσα στην ηλίθια και αιματηρή ανθρώπινη ιστορία ως διλήμματα και αποφάσεις στρατηγικής που δικαιώνονται ή όχι εξ αποτελέσματος. Οι δε εκ των υστέρων κρίσεις είναι σχετικές και συχνότατα ιδεολογικές – ας πούμε δεν πειράζουν σε μερικούς τα μυριάδες, αδιανόητα εγκλήματα που έκαναν οι Τούρκοι, μετά την άλωση, σε βάρος των Ελλήνων επί τέσσερις αιώνες και που κοντέψαμε να εξαφανιστούμε από προσώπου γης, παρά το μόνο που τους ενοχλεί είναι τι έκαναν οι δικαίως εξοργισμένοι Ελληνες στην Τριπολιτσά. Τους ενοχλούν μόνον οι βιαιότητες κάποιων ελλήνων στρατιωτών στη Μικρά Ασία, αλλά όχι τι γινότανε εκεί και στην Πόλη επί τέσσερις αιώνες σε βάρος των Ελλήνων και η γενοκτονία που ακολούθησε. Επιλεκτικός ουμανισμός, στην υπηρεσία της ιδεοληψίας – ή και όσων επιδιώκουν κάποια ιδεολογική (ή, καλλιτεχνική) αποδοχή.
Ολα λοιπόν είναι σχετικά; Τουλάχιστον έτσι φαίνεται: οι Ναζί έκαναν φριχτά εγκλήματα όταν μπήκαν στη Σοβιετία, αλλά και οι Σοβιετικοί δεν ήταν καλύτεροι όταν μπήκαν στη Γερμανία – εδώ λέγεται ότι δικαίως έπραξαν οι Σοβιετικοί, λόγω αυτονόητης αγανάκτησης, αλλά βλέπετε οι Ελληνες δεν δικαιούνταν να έχουν αγανάκτηση αιώνων όταν άλωσαν την Τρίπολη. Και κάποιοι έλληνες στρατιώτες στη Μικρασία ήταν βάρβαροι, αλλά οι Τούρκοι δεν ήταν βάρβαροι όταν το 1821 εξαφάνισαν τους Θεσσαλονικείς και δεν άφησαν ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο ζωντανό σε όλη τη Χαλκιδική (ή στη Χίο, και αλλού, αργότερα). Ενα από τα αποτελέσματα; Οι Χριστιανοί το 1912 στη Θεσσαλονίκη να είναι μειοψηφία, κάτι που το επικαλούνται ιδεολογικά κάποιοι, αλλά αποφεύγουν επιμελώς να πούνε σε ποιες σφαγές οφείλεται.
Επιστρέφοντας στο «Νίκα και μη υπερνίκα» και στο σήμερα: δηλαδή στον πόλεμο της Γάζας, του Λιβάνου και της Ουκρανίας. Τίθενται τα ίδια ερωτήματα, με βάση το ότι όλοι, ή τουλάχιστον κάθε λογικός άνθρωπος, θέλει, θέλουμε να λήξει τάχιστα ο πόλεμος. Ποια, όμως, είναι τα όρια; Σε ποιο σημείο; Πότε; Ποιος τα θέτει; Με ποια λογική και ποια προϊστορία; Ποια κριτήρια; Γιατί μπήκαν οι Παλαιστίνιοι; Κι αν είχαν το πάνω χέρι θα σταματούσαν, ενώ μιλούν για εξάλειψη; Τι θα γίνει στον Λίβανο με τη Χεζμπολάχ; Πού είναι συνετό να σταματήσουν οι Εβραίοι, ώστε να μη φτάσουν στο «υπερνίκα», στην κατάχρηση της νίκης;
Δύσκολες απαντήσεις, ειδικά από εμάς που φιλοσοφούμε έξω απ’ τον χορό και, εν προκειμένω, δεν μας έχει αγγίξει το εκατέρωθεν αίμα και η οδύνη της μνήμης. Οι αμαρινάριστοι και οι ένθεν κακείθεν ιδεολόγοι, έχουν, βέβαια, προτηγανισμένες απαντήσεις. Αλλά, πώς να αποφανθείς έτσι εύκολα, να ηθικολογείς αφορολόγητα, όντας έξω από μια τόσο ρευστή και δολοφονικά περίπλοκη κατάσταση; Δηλαδή, γέροντα: κρίνε, αλλά μην υπερ-κρίνεις. Ινα μην υπερ-κριθείς και γίνεις κριθή.