Από την επαύριο σχεδόν των εκλογών του 2023, από το ύψος ακόμα του 41%, οι σοβαροί στη Νέα Δημοκρατία το συνειδητοποιούσαν. Το παραδέχονταν. «Δεν έχουμε αντιπολίτευση. Αυτό βλάπτει σοβαρά τόσο τη χώρα όσο και την ίδια την κυβέρνηση μας…» Ε, τώρα έχουν!
Η τηλεμαχία για την ηγεσία του κατέδειξε με τον πιο πειστικό τρόπο πως το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πορεία ανόδου. Οχι μετεωρικής, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012. Αλλά συντεταγμένης, σταθερής, η οποία, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα το ξανακάνει στο ορατό μέλλον κόμμα εξουσίας. Απόδειξη; Και τους υποψηφίους ακόμα που δυσκολεύεσαι να τους δεις – κι αν ίσως θα ‘θελες – στο τιμόνι του, τους φαντάζεσαι ευχαρίστως σε κορυφαίες θέσεις. Τον Παύλο Γερουλάνο αεικίνητο, κοσμοπολίτη, αποτελεσματικό υπουργό Εξωτερικών. Την Αννα Διαμαντοπούλου χαλκέντερη και σεβαστή Πρόεδρο της Βουλής. Ή αντιστρόφως. Τα παρατράγουδα, οι αριβίστες, οι διάττοντες αστέρες είναι σήμερα στο ΠΑΣΟΚ μετρημένοι. Και πάντως δεν θολώνουν τη γενική εικόνα.
Εάν επιβαλλόταν να αντικαταστήσει τον πράσινο ήλιο, θα έπρεπε το ΠΑΣΟΚ να διαλέξει ως έμβλημά του τον φοίνικα. Το μυθικό πτηνό που αναγεννάται από τη στάχτη του. Τον φοίνικα, που πριν τον αμαυρώσει η χούντα, τον είχε στα νομίσματα ο Ιωάννης Καποδίστριας. Θυμάστε πού είχε πέσει το ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2015, επωμιζόμενο το βάρος των Μνημονίων, θυσιαζόμενο – κατά τον κομβικό ηγέτη του Βαγγέλη Βενιζέλο – για να κρατήσει την πατρίδα όρθια; Στο 4,68%. Πολλοί προεξοφλούσαν το τέλος του. Τα τρολ του Διαδικτύου, οι νεοναζί και όσοι πόζαραν για ριζοσπάστες αριστεροί το έβριζαν χυδαία. Ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλούσε τον Γιώργο Παπανδρέου Πινοτσέτ, τον σύγκρινε με τον απεχθή δικτάτορα της Χιλής. Τα τρωκτικά εγκατέλειπαν το πλοίο που έμοιαζε να βυθίζεται. «Εγώ ΠΑΣΟΚ; Μη με προσβάλλεις! Εγώ είμαι κόκκινος από τα γεννοφάσκια μου!» διατείνονταν κάτι ανθρωπάκια «του πολιτισμού», με ανύπαρκτο ή ξεθυμασμένο ταλέντο, που καλοζούσαν μια ζωή από επιδοτήσεις. Και όμως, το ΠΑΣΟΚ άντεξε. Επούλωσε τις πληγές του. Επανακάμπτει. Σε τι το χρωστάει; Στο γονιδίωμά του, θεωρώ. Που εν πολλοίς ταυτίζεται με το γονιδίωμά μας, όπως το συναντάμε από τον Ομηρο ακόμα, όπως το είδαμε στα μάτια των παππούδων μας και το κοιτάμε κάθε μέρα στον καθρέφτη. Επαναστάτες με πυρήνα συντηρητικό. Τυχοδιώκτες, μα και νοικοκύρηδες. Εγωιστές, αυταρχικοί, διχαστικοί, μικρόψυχοι ενίοτε, όπως ο Μακρυγιάννης που ήθελε να αποκλείσει τους αλύτρωτους Ελληνες από τον ενταύθα δημόσιο βίο. Φτιαγμένοι, από την άλλη, για ξαφνικά πετάγματα, για καταπληκτικές υπερβάσεις. Ηρωες όταν το αποφασίζουμε, εμπνευσμένα καινοτόμοι, γενναιόδωροι, τρυφεροί, ποιητικοί, ερωτικοί. Το ρωμαίικο, με όλες τις δημιουργικές και καταστροφικές αντιφάσεις του, συνέλαβε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ίδρυσε έναν πολιτικό οργανισμό ο οποίος – όπως το είπε – «δεν χαρίζεται, δεν κληρονομείται, δεν τεμαχίζεται». Που πιάνει τον μίτο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, από το παλλαϊκό ΕΑΜ του 1941-44 κι από την προδικτατορική ΕΔΑ. Και έχει, σαν τη γάτα, επτά και παραπάνω ίσως ζωές.
Και η αντίπερα όχθη; Η Νέα Δημοκρατία ως επίγονος της παραδοσιακής Δεξιάς, εν μέρει και του Κόμματος των Φιλελευθέρων; Είναι επίσης πολύτιμη. Για να σφίγγει τα γκέμια όποτε κινδυνεύουμε να εκτροχιαστούμε. Για να μετατρέπει τα όνειρα σε ρεαλιστικούς στόχους, να τα εκφράζει στην ωμή γλώσσα των αριθμών, απομαγευτικό ίσως αυτό, πλην απολύτως αναγκαίο. Στη μεταπολεμική Ευρώπη, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες λειτουργούσαν πάντα συμπληρωματικά. Οι μεν συσσώρευαν πλούτο, οι δε τον αναδιένεμαν κοινωνικά δίκαια.
Αναμφισβήτητα τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νέα Δημοκρατία βαρύνονται με ουκ ολίγες αμαρτίες, ακόμα και με ύβρεις. Στην ευτυχέστερη εντούτοις εκδοχή τους, αποτελούν τα δύο άλογα που τραβάνε μπροστά το εθνικό μας αμάξι.
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας το 2019 συνιστούσε ιστορική αναγκαιότητα για να τελειώσουν «τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα». Σήμερα επιτέλους διαφαίνεται ποιοι θα πάρουν τη σκυτάλη όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κλείσει τον ιστορικό του κύκλο. Κι αυτό είναι πάρα πολύ ανακουφιστικό.