Ο Ντίνος Καρύδης, που έφυγε από τη ζωή στις 15 Σεπτεμβρίου, γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν αριστούχος της Δραματικής Σχολής Αθηνών.
Στη γειτονιά του Γκύζη, όπου μεγάλωσε, «ο φόβος της πείνας» υπήρχε διάχυτος για πολλά χρόνια, όπως έλεγε ο ίδιος σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
«Γι’ αυτό δεν τόλμησα να κυνηγήσω μεγαλύτερα πράγματα στην καριέρα μου και βολευόμουν πάντα με ψίχουλα και έλεγα να μην τα χάσω κι αυτά» συνέχιζε με τη χαρακτηριστική νηφαλιότητά του.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον πρωτοποριακό θίασο της Δωδεκάτης Αυλαίας στο έργο του Γ. Ανδρίτσου «Το σαλιγκάρι», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Γιαννίση. Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην εμβληματική παράσταση Χατζιδάκι – Αργυράκη – Χορν «Οδός ονείρων», σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Το 1983 μαζί με τη σύζυγό του Τζούλια Αργυροπούλου ίδρυσαν την Ελεύθερη Αυλαία, η οποία παρουσίασε στην Αθήνα και στην περιφέρεια έργα σημαντικών ελλήνων θεατρικών συγγραφέων.
Είχε συμμετοχή σε κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, σε επεισόδια του «Θεάτρου της Δευτέρας» στην ΕΡΤ, σε θεατρόμορφες εκπομπές συνέχειας στο κρατικό ραδιόφωνο, καθώς και σε μεταγλωττισμένες τηλεοπτικές σειρές.
Ενας από τους καλλιτέχνες της επόμενης γενιάς που τον γνώρισαν ήταν ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο οποίος αφηγείται στα «ΝΕΑ».
Με τον Ντίνο Καρύδη γνωριστήκαμε περίπου τη δεκαετία του 1980, όταν εγώ ήμουν τότε υπάλληλος στη δημόσια ραδιοφωνία και είχα αναλάβει να γράφω μουσικές σε διάφορα θεατρικά που ανέβαιναν τότε με μεγάλη αξιοπρέπεια, πολλή γνώση και με φοβερούς ραδιοσκηνοθέτες, με μια διάθεση να επικοινωνηθεί η τέχνη μέσα από το ραδιόφωνο.
Ηταν ένας άνθρωπος ιδιαιτέρως ευφυής.
Χρησιμοποιούσε το χιούμορ, ξέροντας ότι έτσι αμβλύνονται τα πράγματα, ακόμα και στις διενέξεις των πολιτικών παθών, γιατί τότε ήταν πάρα πολύ έντονη αυτή η λογική των αντιπαραθέσεων. Δεν ήταν παθογενής.
Ερχόταν πρώτος κι έκανε πρόβα μόνος του διαβάζοντας το κείμενο για να μην εκτεθεί, γιατί έτσι έλεγε. Ηταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος και δεν επιδείκνυε ποτέ τη γνώση του, αν κι είχε φοβερές γνώσεις γύρω από το θέατρο και τη φιλοσοφία.
Πρότασσε πάντοτε, θαύμαζε τη κόρη του Σμαράγδα και μιλούσε συνεχώς για εκείνη.
Επίσης, επικοινωνούσε με ιδιαίτερο πάντοτε τρόπο, ευγενή απέναντι στην καθημερινότητα. Ηταν ένας άνθρωπος ο οποίος όταν «έγραφε» στην ΕΡΑ ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αυτός ο πολύ μεγάλος έλληνας φιλόσοφος που δυστυχώς νιώθω ότι δεν τον γνωρίζουν πολλοί τώρα τα τελευταία χρόνια, μου ζήταγε να του επιτρέψει λίγο να τον ακούσει και να τον γνωρίσει.
Τα τελευταία χρόνια είχαμε συνεργαστεί και στη σειρά του ΑΝΤ1 «Φίλα τον βάτραχό σου», αλλά δεν είχαμε πολλές σκηνές μαζί του.
Κι εκεί ήταν πολύ καλός.
Ηταν πάρα πολύ υπεύθυνος και ήξερε ότι η υποκριτική είναι η τέχνη που δεν έχει καθόλου υποκρισία. Τον είχα δει αρκετές φορές στο θέατρο και θεωρώ ότι ήταν πάντοτε νέος, με την έννοια ότι η νεότητα έχει να κάνει με την εγρήγορση και τη δημιουργία.
Εκείνος δημιουργούσε και ήταν νομίζω περισσότερο ταπεινός από όσο επιτρέπει η ζωή.
Γιατί η ταπεινότητα ναι μεν είναι μια ιδιαίτερη έννοια, αλλά χρησιμοποιείται τελείως λάθος. Στα γυρίσματα ερχόταν καθαρός, λαμπερός και ήταν άνθρωπος που προσφερόταν για να μπορεί να δημιουργηθεί κάτι. Αυτό, άλλωστε, είναι και η ζωή. Η ζωή είναι προσφορά. Η λογική του ήταν πάμε να εργαστούμε και όχι να δουλέψουμε, να μην μπούμε ποτέ στη δουλεία.
Ως έμπειρος ηθοποιός, μοιραζόταν τις γνώσεις του με τους νεότερους γιατί αγαπούσε πολύ το μέλλον αλλά και τους ηθοποιούς.
Ηταν ταυτισμένος απόλυτα με τη μεγάλη έκφραση της τέχνης.
Από εκείνον κρατάω το συνεχές χαμόγελο, την αγάπη στην καθημερινότητα, την αγωνία για τη ζωή τα τελευταία χρόνια αλλά με τρομερή αξιοπρέπεια. Δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν.
Στα πρώτα μας χρόνια στο ραδιόφωνο δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πολύ καλά λόγια που μου έλεγε.
Αλλά επειδή ήμουν λίγο αυθόρμητος στη λογική της επικοινωνίας μου, με συμβούλευε να μη γίνομαι υπερβολικός κι εγώ τον άκουγα. Ισχυαν αυτά που μου έλεγε αφού ήξερε να κρίνει.
Ηταν βέβαια και μιας γενιάς που το θέατρο και το σινεμά, όπου κι εκεί έκανε μεγάλη καριέρα και τον αγαπούσαν όλοι, το είχαν σαν αποστολή. Τώρα έχουμε αποστολή εμείς να μπούμε σε μια λογική, να επικοινωνήσουμε την τέχνη μας στη ζωή.
Φεύγοντας ο Ντίνος θα λείψει. Αλλωστε, κάθε άνθρωπος που φεύγει λείπει από τη ζωή.
Υπάρχει μόνο στην παρακαταθήκη που αφήνει.
Ο Ντίνος αφήνει πίσω του ισχυρή παρακαταθήκη. Ηταν μια περίπτωση ανθρώπου με μεγάλη τρυφερότητα. Περισσότερο από τον εαυτό του τον ενδιέφερε η κόρη του, για την οποία μιλούσε πάντα με χαρά. Εξίσου καλή κι ευγενική είναι και η σύζυγός του.
Είμαι σίγουρος πως δεν θα ξεχαστεί. Στην Ελλάδα μέσα στην κουλτούρα της είναι η τιμή κι ιδιαίτερα στον άνθρωπο που αποχωρεί από τον μάταιο αυτόν κόσμο. Τιμάμε λοιπόν τον Ντίνο τώρα και τον αποχαιρετούμε με οδύνη.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης είναι ηθοποιός και μουσικός