Η πολιτική ορθότητα επιβάλλει να μην ανακατεύεται κανένα κόμμα στις εσωκομματικές διαδικασίες του άλλου δημόσια. Οι άγραφοι κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης, ωστόσο, λένε ότι οι εθνικές εκλογές δεν γίνονται σε συνθήκες εργαστηρίου, ούτε κερδίζονται χωρίς μερικά χτυπήματα στους ανταγωνιστές.
Ετσι, ον δε ρέκορντ οι γαλάζιοι δεν σχολιάζουν την επικείμενη πράσινη ανάδειξη αρχηγού από τη βάση – ακόμη και την επομένη του ντιμπέιτ, η επίσημη κυβερνητική φωνή είχε παρατηρήσεις για όσα ακούστηκαν στο πλατό της ΕΡΤ αλλά απέφυγε να τις συνδέσει με ονόματα.
Μακριά από κάμερες, μικρόφωνα και δημοσιογράφους, βέβαια, το Μαξίμου ζυγίζει πόσο εύκολος ή δύσκολος αντίπαλος θα είναι ο καθένας απ’ τους τέσσερις που συγκεντρώνουν διψήφια ποσοστά στις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Το ζυγίζει για να προετοιμάσει τη στρατηγική του απέναντι σε ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο φαίνεται να παίρνει δημοσκοπικά τον ρόλο της μείζονος αντιπολίτευσης.
Οπότε, στην ανάλυση του κυβερνητικού επιτελείου όντως υπάρχουν υποψήφιοι με την εκλογή των οποίων ο Μητσοτάκης θα κάνει πάρτι (όπως είπε κι η Ντόρα Μπακογιάννη) και υποψήφιοι οι οποίοι ενδέχεται να μετατρέψουν τη βόλτα της ΝΔ στο κεντρώο πάρκο σε επικίνδυνη αποστολή.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα δημοσιεύονται το ένα μετά το άλλο γκάλοπ με μπάρες για την πρόθεση ψήφου στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ.
Λαμβάνοντας υπόψη την επισήμανση έμπειρων δημοσκόπων και μπαρουτοκαπνισμένων σε τέτοιου είδους διαδικασίες κεντροαριστερών στελεχών ότι το μέγεθος και η σύνθεση του εκλογικού σώματος που θα φτάσει μέχρι τα παραβάν την 6η Οκτωβρίου αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, στο κυβερνητικό στρατόπεδο παρακολουθούν την πασοκική προεκλογική περίοδο κάνοντας τέσσερις υποθέσεις εργασίας.
Ο αριθμός δεν επελέγη τυχαία. Είναι αποτέλεσμα των οριακών ή μικρών διαφορών ανάμεσα στα νούμερα του Νίκου Ανδρουλάκη, του Χάρη Δούκα, της Αννας Διαμαντοπούλου και του Παύλου Γερουλάνου.
Πεπερασμένη δυνατότητα
Σύμφωνα με την πρώτη, η επανεκλογή του Ανδρουλάκη, του προέδρου ο οποίος κατόρθωσε να διπλασιάσει σχεδόν τα ποσοστά του Κινήματος στις εθνικές εκλογές του 2023 αλλά δεν έπιασε τον στόχο της δεύτερης θέσης στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, κρίνεται συμφέρουσα για το κυβερνών κόμμα. Γιατί; Επειδή υπό την ηγεσία του το ΠΑΣΟΚ δεν φάνηκε να δελεάζει σημαντική μερίδα των κεντρώων πρώην ψηφοφόρων του, οι οποίοι το εγκατέλειψαν για τη μητσοτακική ΝΔ και κατέληξαν να απομακρυνθούν κι απ’ αυτήν φέτος επιλέγοντας την αποχή.
Η δυνατότητά του να επαναπατρίσει τους λεγόμενους «δεξιόστροφους» εκλογείς του Κέντρου, λοιπόν, εκτιμάται ως πεπερασμένη – απ’ όσους εκφράζονται κομψά. Ταυτόχρονα, η εμπειρία της αντιπολιτευτικής του παρουσίας εντός κι εκτός Βουλής, αναφέρουν οι κακές γλώσσες, ενισχύει την ευρέως διαδεδομένη στο νεοδημοκρατικό σύμπαν πεποίθηση πως χάνει σε οποιαδήποτε σύγκριση με τον Πρωθυπουργό.
«Τσιπρίζει» ελαφρά
Ο νυν αρχηγός δεν είναι ο μοναδικός που προτιμούν στο κυβερνητικό Μέγαρο. Ο δήμαρχος Αθηναίων έχει επίσης ταξινομηθεί στους εύκολους για τον Μητσοτάκη αντιπάλους επειδή δεν απευθύνονται στα ίδια ακροατήρια. Για την ακρίβεια, στην ανάλυση του Μαξίμου εκείνος δεν απειλεί τη διείσδυση της σημερινής ΝΔ στον χώρο του Κέντρου, αφού οι απόψεις που εκφράζει είναι υπερβολικά «αριστερίστικες» για τα γούστα των συγκεκριμένων ψηφοφόρων. Οι πιο βιτριολικοί, μάλιστα, διατείνονται πως «τσιπρίζει» ελαφρά.
Ο αντίλογος, πάντως, υποστηρίζει ότι εφόσον ο Δούκας κατορθώσει να προσελκύσει πρώην πασόκους που μετακόμισαν στη συριζαϊκή βάση αλλά τώρα έχουν απογοητευτεί απ’ την εικόνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πιθανότητες να γίνει υπολογίσιμη απειλή για την κυβερνώσα παράταξη. Παρ’ όλα αυτά, κυβερνητικοί ισχυρίζονται πως η ρητορική του – κι όχι μόνο η συνεργασία που του εξασφάλισε το δημαρχιακό γραφείο στην Κοτζιά – επιτρέπει στους νεοδημοκράτες να τον ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παραμένει απωθητικός για την εκλογική ομάδα που το Μαξίμου συνεχίζει να θεωρεί κρίσιμη μάζα παρά τη στροφή των τελευταίων μηνών προς την παραδοσιακή γαλάζια βάση.
Επαναπροσέγγιση
Για τον λόγο που ο Δούκας λογίζεται επιθυμητός αντίπαλος, η Αννα Διαμαντοπούλου κι ο Παύλος Γερουλάνος έχουν κατηγοριοποιηθεί ως το ακριβώς αντίθετο. Αμφότεροι έχουν φιλοτεχνήσει ένα πολιτικό προφίλ το οποίο τους δίνει την ευχέρεια να απευθυνθούν σε μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
Σύμφωνα με εκλογολόγους, επαγγελματίες και χομπίστες, η μεν Διαμαντοπούλου γράφει καλά σε όσους μετακινήθηκαν από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ στη μεταρρυθμιστική ΝΔ εξαιτίας του τωρινού επικεφαλής της.
Επομένως, έχει τα φόντα να τους επαναπροσεγγίσει και παράλληλα να «ανοίξει» την κεντροαριστερή εσωκομματική διαδικασία και σε δυσαρεστημένους με τις επιδόσεις της κυβέρνησης κεντροδεξιούς. Γι’ αυτό, παρότι οι ανταγωνιστές σύντροφοί της πιστεύουν πως εκείνη δεν θα απέκλειε μια μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ, στην κυβερνητική όχθη δεν εκλαμβάνουν ως πλεονέκτημα για τους ίδιους τον σοσιαλφιλελευθερισμό της.
Ο δε Γερουλάνος, συνδυάζοντας την αστική του καταγωγή με τους ύμνους στις αρχές και τις αξίες του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, αξιολογείται ως κάποιος που μπορεί να βουτήξει και στη νεοδημοκρατική και στη συριζαϊκή εκλογική δεξαμενή. Φυσικά, η βουτιά που προβληματίζει περισσότερο το μητσοτακικό περιβάλλον είναι η πρώτη. Γιατί η λογική πίσω απ’ όλους τους παραπάνω κυβερνητικούς υπολογισμούς συνοψίζεται στο τσιτάτο που θέλει έναν μακρινό εχθρό να είναι πάντα προτιμότερος από έναν εχθρό έξω απ’ τις πύλες.