Η άγρια παραβατικότητα των ανηλίκων έχει πια λάβει διαστάσεις πρωτόγνωρες για την ελληνική κοινωνία: οι προηγούμενες γενιές όλα αυτά τα βλέπαμε να συμβαίνουν στους κινηματογράφους ή τις τηλεοράσεις και πάλι δεν μας φαινόντουσαν πάντοτε και τόσο πιστευτά. Και ήταν περίπου αδύνατον ακόμα και να φανταστεί κανείς στην Ελλάδα στις δεκαετίες του ’70 ή του ’80 αλλά και πιο μετά, εικόνες ομάδων ανηλίκων να δέρνουν ανηλεώς συνομηλίκους τους, να τους εξευτελίζουν με τους πιο χυδαίους τρόπους χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή ανησυχία για το αν τους βλέπουν. Αντιθέτως, να στήνουν δημόσια σκηνικά άγριας σωματικής και ψυχικής βίας και φρικτής ταπείνωσης.
Ισως το πιο αδιανόητο όλων είναι ότι σε αυτά τα σκηνικά με πρωταγωνιστές ανήλικους θύτες και θύματα, συχνά υπάρχει κοινό που παρακολουθεί ατάραχο, ακίνητο, αμίλητο την αρένα με τα λιοντάρια. Κοινό, αυτή τη φορά, όχι μόνον ανηλίκων, μα εξίσου και ενηλίκων, που ως επί το πλείστον, δεν κουνούν ούτε βλέφαρο: δεν κάνουν το παραμικρό. Απολύτως τίποτα. Τι κάνουν; Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους; Απολαμβάνουν την κτηνωδία. Μετέχουν παθητικά σε αυτήν. Σαν να υπνωτίζονται, για να μην πει κανείς ηδονίζονται. Στέκουν και κοιτούν απαθείς περιστατικά αδιανόητα – όχι ένα και δύο πλέον – σαν να μη θέλουν να τελειώσουν. Αποκτηνώνονται περισσότερο και από τους πρωταγωνιστές τους. Δηλαδή επικροτούν πλήρως διά της σιωπηρής συμμετοχής. Και ας μην κάνει κανείς τον κόπο να υποκριθεί ότι φοβούνται. Δεν φοβούνται: όποιος φοβάται φεύγει. Δεν κάθεται αποσβολωμένος να κοιτάει σαν να ήταν επίσης δεκαπεντάχρονο που πρώτη φορά στη ζωή του είδε γυμνό και τα ‘χει χάσει. Γιατί συχνά αυτό συμβαίνει.
Τώρα βέβαια, το πολιτικώς ορθό, το δήθεν «προοδευτικό» και το βολικό, πλην εντελώς ανούσιο στην πράξη, άρα εύκολο να ακούει κανείς, είναι η εξής γνωστή καραμέλα: «πρέπει να αλλάξει η… νοοτροπία, πρέπει να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά αίτια του φαινομένου, πρέπει να ενισχυθεί η παιδεία, πρέπει να γίνει καλύτερη η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος και ο κόσμος, πρέπει, πρέπει…». Αυτά και άλλα εκατό τέτοια ευχολόγια αποτελούν την κυρίαρχη αντίληψη επί του θέματος που όμως έγινε τελικά η πλατφόρμα πάνω στην οποία χτίστηκε εκείνο που σήμερα συμβαίνει. Και η καρδιά της αντίληψης αυτής είναι ότι «πρέπει» ό,τι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, αλλά υπάρχει και ένα που όχι απλώς δεν πρέπει, μα είναι έξω από κάθε όριο, είναι τερατώδες και αδιανόητο: να υπάρξουν σκληροί νόμοι με πραγματική και άτεγκτη εφαρμογή για όλους όσοι εμπλέκονται σε τέτοιου είδους βία. Οχι, αυτό ποτέ. Και με τίποτα. Η έννοια / αντίληψη – κλειδί είναι η εξής: «Ε, παιδιά είναι, τι να κάνεις»…
Λοιπόν: οφείλεις να κάνεις. Γιατί αυτή η ιδέα που συνδυάζει τα χειρότερα στοιχεία κατασκευής ανεύθυνων συμπλεγματικών επιθετικών ανθρώπων της παραδοσιακής οικογενειακής κουλτούρας του ελληνικού αστικού χώρου με μεγάλη δόση ψευτοπροοδευτισμού είναι απόλυτη συνταγή καταστροφής. Η πράξη όχι απλώς το έχει αποδείξει, μα με επώδυνο τρόπο. Που, αν δεν αλλάξει κάτι, θα καταστεί μη αναστρέψιμος. Ασυζητητί στο πρώτο στόχαστρο μιας τέτοιας νομοθεσίας και της άνευ εξαιρέσεων και χαδιών εφαρμογής της θα πρέπει να τεθούν οι έχοντες τη νομική ευθύνη ανηλίκων που διαπράττουν εγκλήματα αυτής ειδικά της μορφής. Ομως αυτό κάθε άλλο πρέπει να βγάζει και τους ίδιους τούς, ακόμα και ανήλικους, φυσικούς δράστες από το κάδρο. Το πώς θα γίνει αυτό απαιτεί πολλή μελέτη, η οποία περιλαμβάνει και τη σύνθετη διεθνή εμπειρία των πολλών και διαφορετικών μοντέλων δυτικών δημοκρατιών πριν καταλήξει κάπου. Αλλά πρέπει να καταλήξει. Πρέπει να πάψει η αδράνεια που στην ουσία σημαίνει επιβράβευση. Γιατί αυτή όχι απλώς καταργεί πλήρως το κράτος δικαίου για τα θύματα που γίνονται έτσι δύο φορές θύματα, ούτε απλώς γεννά όλο και περισσότερες εστίες κτηνωδίας με την επιβράβευση της ατιμωρησίας και της de facto πλήρους αποδοχής της. Αλλά καταστρέφει ακόμα και τους ίδιους τούς θύτες, καθώς τους στερεί την τελευταία δυνατότητα να αντιληφθούν ότι έχουν πάρει τον πιο λάθος δρόμο που υπάρχει.