Σχολιάστηκε και χλευάστηκε. Το ανέφερα κι εγώ χθες σε αυτήν τη στήλη. Το να χορεύει (όπως χόρευε, τέλος πάντων, κάτι ανάμεσα σε μπλουζ και καλαματιανό) η Θεοδώρα της τέως βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας, τη «Δραπετσώνα», έχει μια επιθεωρησιακή αντίφαση αφού το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει καταχωριστεί στη συλλογική μας μνήμη ως ύμνος της φτωχολογιάς. «Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» λένε οι στίχοι του.

Ωστόσο το τραγούδι δεν λειτουργεί όπως ο αυτόματος μεταφραστής της Google. Δεν είναι τυφλοσούρτης. Εδώ κι αν στήνουν πάρτι το σημαίνον με το σημαινόμενο. Μια φράση, μία λέξη, ακόμη και μία παρήχηση ή ένα ακόρντο μπορούν να απελευθερώσουν στην ψυχή ενός ανθρώπου συναισθήματα και «φτερουγίσματα» που δεν έχουν να κάνουν με την οικονομική ή κοινωνική του θέση, με την εξουσία που απολαμβάνει, με τη ζωή του, αυτή δηλαδή που αφήνει να βλέπουν οι άλλοι. Εχω δει οικονομικό υπερπαράγοντα να εκστασιάζεται τραγουδώντας τα «Παραπονεμένα λόγια» του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και όταν του έκανα ένα σχόλιο περί της κόντρα εικόνας, με αποστόμωσε με όλες κι όλες δύο κουβέντες για την παιδική του ηλικία. Που δεν έχει ξεπεράσει παρά τα σαράντα χρόνια πολυτελούς διαβίωσης που ακολούθησαν.

Για παράδειγμα, είναι γνωστό πως το αγαπημένο τραγούδι του Ανδρέα Παπανδρέου (το χόρευε κιόλας) ήταν το «Ιστορία μου, αμαρτία μου» των Μανισαλή – Ψυχογιού που τραγουδούσε η Ρίτα Σακελλαρίου. Και σκέφτομαι μήπως αυτό το «λάθος μου μεγάλο», κάτι που αμφιβάλλω αν ο Ανδρέας θα παραδεχόταν στην πολιτική του ζωή, ήταν στην πραγματικότητα μια «συνομιλία» με τον εαυτό του. Πιο συμβατό μου φαίνεται το «Ενας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά» του Μουζάκη με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – αυτό ήταν το αγαπημένο του – αν και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως παραείναι μελό για το ψύχραιμο προφίλ του.

Η Μελίνα Μερκούρη «έλιωνε» όταν άκουγε τη «Σωτηρία της ψυχής» των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου. Μια γυναίκα που έδινε την εντύπωση ότι, για τη «σωτηρία της ψυχής» της, είχε κάνει τα κουμάντα της από τα νεανικά της χρόνια. Επίσης, σύμφωνα με μαρτυρίες, η Μαρία Κάλλας, τα τελευταία χρόνια της ζωής άκουγε μόνο το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Μα αυτή, η μεγαλύτερη ντίβα της όπερας; Ισως γιατί, από παιδί, κουβαλούσε εντός της ένα «σύννεφο» που δεν χωρούσε σε καμία άρια παρά μόνο στους λιτούς, στακάτους, σαν καρφιά στίχους του τραγουδιού του Τσιτσάνη. (Ενα άλλο τραγούδι του Τσιτσάνη, το «Κάποια μάνα αναστενάζει» σε στίχους του Μπάμπη Μπακάλη ήταν και το αγαπημένο του Μίκη Θεοδωράκη).

Τα μπατιρήματα

Τραγούδι του Τσιτσάνη ήταν και το αγαπημένο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου: «Τα λερωμένα, τ’ άπλυτα». Και θέλω να φαντάζομαι ότι ένας λόγος είναι το πώς ριμάρει το «τα μπατιρήματά σου» με το «τ’ αποτελέσματά σου». Ενώ η Ελλη Αλεξίου, μια γυναίκα που σαν να πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω από τη ζωή της η σύγχρονη ελληνική Ιστορία, τραγουδούσε συνέχεια το «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου». Και επίσης θέλω να φαντάζομαι ότι ήταν σαν σπονδή στον νεανικό εαυτό της που οι επιλογές του δεν της επέτρεψαν να απολαύσει την εντελώς ανάλαφρη πλευρά του έρωτα.

Από την άλλη, στην Αμαλία Μεγαπάνου, σε μία γυναίκα που βολευόμαστε να πιστεύουμε – ερμηνεύοντας μόνο τα προφανή – ότι βρήκε όλες τις πόρτες ανοιχτές στη ζωή της, άρεσε πολύ το «Μη χτυπάς» του Δήμου Μούτση, που οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου λένε «Μη χτυπάς, να σ’ ανοίξουνε μη χτυπάς σε μια πόρτα κλειστή που κανείς δεν σε ακούει». Αυτός ήταν και ο λόγος που θέλησε να γνωρίσει τον ποιητή και τον ενέταξε στον στενό φιλικό κύκλο της. Ενώ έφταναν οι πρώτες νότες από το ηπειρώτικο «Παιδιά της Σαμαρίνας» για να κάνουν τον Καβαλιώτη Βασίλη Βασιλικό να σηκωθεί και ν’ αρχίσει τον χορό.

  • Η τελευταία, μέχρι τώρα, συναυλία στο Ηρώδειο θα γίνει στις 15 Οκτωβρίου Γιατί όχι και τον

    Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο; Ή μάλλον να του βάλουμε ένα

    σκέπαστρο και να δουλεύει όλο τον χρόνο. Τώρα που το βρήκαμε…