Το νέο μεσοπρόθεσμο που συμφωνήθηκε με την Κομισιόν προβλέπει ότι σε τέσσερα χρόνια από τώρα η χώρα θα έχει μεν μικρότερη ανάπτυξη από αυτήν που είχε αρχικά εκτιμηθεί, αλλά συνολικά το ΑΕΠ της θα αυξηθεί κατά 40 δισ. ευρώ. Θα φτάνει τα 272 δισ. ευρώ, επίπεδα που το ελληνικό κράτος στην σύντομη δύο αιώνων ιστορία του δεν είδε ξανά ποτέ. Την ίδια περίοδο η ανεργία θα έχει μειωθεί στο 8,5%, επίπεδα που σπανίως έχουμε δει στην ελληνική οικονομία. Ο εφιάλτης του χρέους, με τον οποίο έχει μάθει μια ολόκληρη γενιά των σημερινών 40-60 ετών, υποχωρεί και αυτός. Σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ χαμηλότερα από σήμερα, κοντά στο 130%, λίγο πιο κάτω από τα επίπεδα στην αρχή της περιπέτειας των μνημονίων πριν από 15 χρόνια. Η δυνατότητα του «ξοδεύειν», δηλαδή οι κρατικές δαπάνες, επίσης θα είναι αυξημένη στο 3,7% για το 2025 σε σχέση με φέτος και περίπου θα τρέχει με αντίστοιχα ετήσια ποσοστά αύξησης κάθε χρόνο. Αν ξεπεραστούν, μας περιμένει η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος στη νέα της εκδοχή.

Για να τα πετύχουμε όλα αυτά, θα πρέπει ως εθνική συνεισφορά να παρουσιάσουμε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2,2% της συμφωνίας εξόδου από τα μνημόνια, της τάξης του 2,5% για το 2025 και του 2,4% ετησίως για τα επόμενα χρόνια. Αυτά τα έσοδα αναμένεται να γίνουν επιπλέον δαπάνες για εξοπλιστικά, αλλά και για νέες συνταξιοδοτήσεις που αυξάνονται με αριθμητική πρόοδο την τελευταία τριετία. Η κυβέρνηση έχει κρατήσει και μια «καβάτζα» ενός «μαξιλαριού» παροχών ύψους 4 δισ. ευρώ για το 2027. Χρονιά που για όσους δεν θυμούνται είναι προγραμματισμένες οι επόμενες εθνικές εκλογές. Η σούμα όλων βγάζει ένα σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο, λιγότερο σφιχτό έναντι άλλων χωρών με μεγάλα ελλείμματα, ισχυρή βελτίωση μεγεθών, αλλά και ενίσχυση εισοδημάτων σε ονομαστικό επίπεδο (950 ευρώ βασικός και 1.500 ευρώ μέσος μισθός).

Αν όλα τα παραπάνω θα οδηγήσουν και σε καλύτερες συνθήκες ζωής για τους περισσότερους, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν θα πιάσουν τόπο τα πολλά ευρωπαϊκά λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης και αν θα τρέξουν οι πολλές μεταρρυθμίσεις. Για το πρώτο υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες. Η πίεση χρόνου έχει οδηγήσει σε πολλές αναθεωρήσεις των προγραμμάτων του, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο ότι τελικά θα υλοποιηθούν οι επενδύσεις με τους μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές στην ελληνική οικονομία.

Οσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, στο οικονομικό επιτελείο περηφανεύονται ότι από τις 150 σελίδες του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος οι 100 σελίδες περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις και ορόσημα που πρέπει να υλοποιήσει η χώρα την επόμενη τετραετία. Το καλό είναι ότι τις περισσότερες είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι να τις ολοκληρώσουμε, καθώς συνδέονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με κάποια εκταμίευση. Το προβληματικό είναι ότι οι περισσότερες δεν είναι καν μεταρρυθμίσεις, αλλά απλές εισοδηματικές μεταβιβάσεις (επιδόματα), ανακαινίσεις κτιρίων και άλλα αυτονόητα πράγματα που θα καλύπτονταν από ένα κανονικό κράτος ούτως ή άλλως από άλλα κονδύλια.