Στη στερεοτυπική παρουσίαση αυτού που ιδίως στον αγγλοσαξονικό χώρο ονομάστηκε «γαλλική θεωρία» (French Theory), δηλαδή του ρεύματος σκέψης που σχετίστηκε με ονόματα όπως του Μισέλ Φουκό, του Ζακ Ντεριντά, του Ζιλ Ντελέζ, και που συχνά αναφέρεται από νεοσυντηρητικούς κύκλους ως αφετηρία των δεινών της «woke κουλτούρας», οι στοχαστές αυτοί παρουσιάζονται ως υπονομευτές της «δυτικής» φιλοσοφικής παράδοσης και του ορθολογισμού. Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό οι στοχαστές αυτοί – ας προσθέσουμε εδώ και την παράδοση του «δομικού μαρξισμού» σε μεγάλο βαθμό συσχετισμένη με το έργο του Λουί Αλτουσέρ – αντιμετωπίστηκαν ως κατεξοχήν εκπρόσωποι μιας ρήξης με μια αντίληψη της διαλεκτικής που προέρχεται από το έργο του Χέγκελ.
Ομως, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματική ιστορία είναι διαφορετική. Γιατί αυτό που παραβλέπουν είναι ότι το έργο των συγκεκριμένων στοχαστών σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε διάλογο με αυτή τη φιλοσοφική παράδοση. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές αυτού του διαλόγου είναι ότι στην αφετηρία του έχει μία συνάντηση με τον Χέγκελ. Ανάμεσα στο 1947 και το 1949 τρεις φοιτητές της Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι επιλέγουν να κάνουν τη μεταπτυχιακή διπλωματική τους πάνω στο έργο του Χέγκελ. Ο Λουί Αλτουσέρ, που αργότερα θα επεξεργαστεί μια τοποθέτηση που θα επιμείνει στη ρήξη ανάμεσα στον Μαρξ και τον Χέγκελ, ο Ζακ Μαρτέν, φίλος του Αλτουσέρ που εισάγει ουσιαστικά στη διπλωματική του την έννοια της «προβληματικής», και τελευταίος το 1949 ο Μισέλ Φουκό. Η διπλωματική του Φουκό, με τίτλο «La constitution d’un transcendental historique dans la Phénoménologie de l’esprit de Hegel», κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες σε επιμέλεια του Κριστόφ Μπουτόν.
Το ενδιαφέρον για τον Χέγκελ σε εκείνη τη συγκυρία δεν ήταν τυχαίο. Εστω και με καθυστέρηση, μετά τον πόλεμο η ενασχόληση με τον Χέγκελ βρίσκεται στην κορύφωσή της και πρόσωπο-κλειδί είναι ο Ζαν Ιπολίτ, επιβλέπων καθηγητής της διπλωματικής του Φουκό, μεταφραστής και σχολιαστής της «Φαινομενολογίας του πνεύματος» του Χέγκελ και εκπρόσωπος μιας ανάγνωσης που αρνιόταν την αναγωγή της εγελιανής τοποθέτησης σε μια ανθρωπολογία.
Μια προκλητική θέση
Ο Φουκό στη διπλωματική του διαλέγει μια προκλητική θέση. Απορρίπτει την παραδοσιακή τοποθέτηση για τη διαφορά ανάμεσα στον Καντ και τον Χέγκελ. Σύμφωνα με αυτήν, ενώ ο Καντ με την τοποθέτησή του για το υπερβατολογικό – δηλαδή το πεδίο όπου συγκροτείται η a priori δυνατότητα ενός γνωρίζοντος υποκειμένου – φτάνει στο όριο μιας φιλοσοφικής θεωρίας που απαντά στο ερώτημα «πώς μπορώ να γνωρίζω», ο Χέγκελ πηγαίνει πέρα από το υπερβατολογικό και πέρα από τη γνωσιοθεωρία, αντιμετωπίζοντας τις διαφορετικές γνωσιοθεωρητικές τοποθετήσεις ως στιγμές στην πορεία προς την «απόλυτη γνώση». Αντιθέτως, ο Φουκό υποστηρίζει ότι αυτό που κάνει η «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Χέγκελ είναι να ιστορικοποιήσει το υπερβατολογικό.
Ετσι, ο Φουκό επιμένει ότι η «Φαινομενολογία του Πνεύματος» δεν είναι ούτε ένας πρόλογος ούτε απλώς ένα τμήμα του εγελιανού συστήματος αλλά «η έρευνα που καθιστά δυνατή την ολότητα ενός συστήματος σκέψης που θέλει να παρουσιαστεί ως επιστήμη». Το κλειδί είναι η «Απόλυτη Γνώση», που είναι γνώση, γνώση εαυτού και συγκρότηση εαυτού. Μόνο που όλη αυτή η διαδικασία αφορά την ιστορία που ανάγεται σε μια στιγμή του υπερβατολογικού υποκειμένου μέσα στη δραστηριότητα συγκρότησής του. Ουσιαστικά, ο Φουκό θεωρεί ότι στο σύστημα του Χέγκελ μπορούμε να βρούμε την ιστορία στη λιγότερο ιστορική πλευρά του, «δηλαδή στο είδος στοχασμού που, πέρα από την ιστορία, του επέτρεψε να θεμελιώσει τη φιλοσοφία ως σύστημα της ιστορίας».
Παρότι πατάει πάνω σε εμφανή γνώση του εγελιανού κειμένου, η επιλογή του Φουκό είναι τολμηρή. Ως απόπειρα να συνδυαστεί το αίτημα του Καντ για μια θεωρία του υπερβατολογικού υποκειμένου, δηλαδή της συγκρότησης του υποκειμένου όχι μόνο της γνώσης αλλά και σε τελική ανάλυση και της ηθικής και της πολιτικής πρακτικής, με μια εγελιανή θεώρηση της ιστορίας, ως ιστορικότητας και ιστορικής κατευθυντικότητας ταυτόχρονα, φαντάζει εύλογη, αλλά συνάμα έχει να απαντήσει και σε όλα εκείνα τα ερωτήματα που παραπέμπουν στην τομή ανάμεσα στον Καντ και στον Χέγκελ.
Συσχέτιση γνώσης και ιστορίας
Ομως, εάν ξεφύγουμε από τα στενά όρια της αναζήτησης φιλοσοφικών συνεχειών και ασυνεχειών, είναι σαφές ότι αυτό το αίτημα μιας ιστορικοποίησης του υπερβατολογικού δεν είναι ένα «φιλολογικό» απλώς ζήτημα για τη σχέση ανάμεσα σε έννοιες του Καντ και έννοιες του Χέγκελ. Η ριζική συσχέτιση ανάμεσα σε γνώση και ιστορία, η αντίληψη ότι τελικά η γνώση και όλες οι πρακτικές λόγου στις οποίες αυτή αποτυπώνεται παράγονται πάντα μέσα στην ιστορία και σφραγίζονται από μια καταστατική ιστορικότητα και σύνδεση με συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, κοινωνικές μορφές και συσχετισμούς δύναμης, αποτελεί ένα νήμα που θα κυριαρχήσει στο μετέπειτα έργο του Μισέλ Φουκό.
Αυτό φαίνεται στα βιβλία του που εξετάζουν το πώς διαμορφώθηκαν ιστορικά οι πρακτικές λόγου που αφορούν την τρέλα (Ιστορία της Τρέλας), ή το πώς αναδύθηκε ιστορικά η ίδια η έννοια των επιστημών του ανθρώπου (Οι Λέξεις και τα Πράγματα), για να μην αναφερθούμε στον τρόπο που σε όλη την ενασχόλησή του με στις πρακτικές πειθαρχίας στη δεκαετία του 1970, αυτή τη γενεαλογία της εξουσίας, πατάει ακριβώς πάνω σε μια παράλληλη εξέταση των θεσμών και των πρακτικών λόγου γύρω από αυτές, ξεδιπλώνοντας τελικά την ίδια την καταστατική τους ιστορικότητα. Από μια διαφορετική αφετηρία, μια επιστροφή στο ίδιο ερώτημα της συσχέτισης ανάμεσα σε ιστορία και γνώση.