Oλοι μιλούσαν για το χρέος της, αλλά κανείς δεν περίμενε την αντίδρασή της. Η Γαλλία το πήρε απόφαση και επέβαλε νέα δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα σκληρά. Η γαλλική κυβέρνηση στοχεύει να εξοικονομήσει 25 δισ. ευρώ μέσα στο 2024 λόγω της αυξανόμενης πίεσης για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος, που αναμένεται να φτάσει το 6% του ΑΕΠ (από αρχική πρόβλεψη στο 4,4%) μέχρι το τέλος του έτους. Τα μέτρα περιλαμβάνουν περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, δημόσιες επενδύσεις και την περικοπή λειτουργικών δαπανών διάφορων υπουργείων.
Παράλληλα, αναμένεται επιβολή επιπλέον φόρων σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ο φόρος στις επαναγορές μετοχών. Συνεχίζεται επίσης η προσπάθεια για τη μείωση της ανεργίας και την τόνωση της ανάπτυξης.
Η φοροκαταιγίδα από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Μισέλ Μπαρνιέ έρχεται με πλάνο και τη μετάθεση έως το 2029 του στόχου να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο ανώτατο όριο που ορίζει η ΕΕ, δηλαδή στο 3% του ΑΕΠ.
Στην εναρκτήρια ομιλία του στο κοινοβούλιο, ο νέος γάλλος πρωθυπουργός προειδοποίησε ότι τα «κολοσσιαία» και σπειροειδή χρέη (3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ) είναι μια «δαμόκλειος σπάθη» που κρέμεται πάνω από τα οικονομικά της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο Μπαρνιέ σχεδιάζει να αυξήσει σημαντικά την έκτακτη φορολόγηση στα υψηλά εισοδήματα, τριπλασιάζοντάς τη, με στόχο να συγκεντρώσει 3 δισ. ευρώ. Παράλληλα, αναμένεται να επιβληθεί πρόσθετος φόρος ύψους 8 δισ. ευρώ σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Η εφημερίδα «Le Monde» ανέφερε ήδη ότι θα αυξηθεί προσωρινά ο εταιρικός φόρος κατά 8,5 μονάδες για μεγάλες εταιρείες με τζίρο άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.
Ενας ακόμη φόρος θα αφορά την ενέργεια, με 3 δισ. ευρώ να προέρχονται από φόρους στην ηλεκτρική ενέργεια, ενώ άλλος ένας φόρος ύψους 3 δισ. ευρώ θα επιβληθεί σε εταιρείες ενέργειας και στις εξαγορές μετοχών. Εξετάζονται επίσης υψηλότεροι συντελεστές στον περιβαλλοντικό φόρο για τα αυτοκίνητα, αλλά και για την ενοικίαση επιπλωμένων κατοικιών.
Η κυβέρνηση δεν έχει αποκαλύψει όλες τις λεπτομέρειες των μέτρων, καθώς προετοιμάζεται, έστω και χωρίς νομοθετική πλειοψηφία, για την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2025. Η προηγούμενη κυβέρνηση προέβλεπε έλλειμμα 3% για το 2027, αλλά τα χαμηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα και υψηλότερα έξοδα το έθεσαν εκτός ισορροπίας.
Η οικονομική κατάσταση της Γαλλίας έχει προκαλέσει ανησυχία στις αγορές, με επενδυτές να αποφεύγουν τα γαλλικά ομόλογα. Το ασφάλιστρο κινδύνου για τα 10ετή γαλλικά ομόλογα έχει αυξηθεί σημαντικά, προσεγγίζοντας τα επίπεδα της Ισπανίας (έχει αυξηθεί σε περίπου 80 μονάδες από λιγότερο από 50 τον Μάιο). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γαλλία πλέον πληρώνει υψηλότερο επιτόκιο για το χρέος της από την Ισπανία.
Ο Μπαρνιέ προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές, δηλώνοντας ότι προτεραιότητα είναι η διαφύλαξη της αξιοπιστίας της χώρας, καθώς μεγάλο μέρος του χρέους της είναι σε διεθνείς αγορές. Τόνισε ότι δεν επιθυμεί να επιβαρύνει περαιτέρω τους φορολογουμένους, αλλά θα χρειαστεί οι πλουσιότεροι να συμβάλουν περισσότερο στην προσπάθεια.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η χώρα μπορεί να ακολουθήσει τα βήματα της Ελλάδας την περασμένη δεκαετία, αν δεν προχωρήσει άμεσα σε δημοσιονομική εξυγίανση.
Ο πληθωρισμός και οι αυξημένες δαπάνες λόγω των συνταξιοδοτικών και κοινωνικών παροχών εντείνουν την ανάγκη για αυστηρότερα μέτρα, κάτι που επιβεβαίωσε και το υπουργείο Οικονομικών υπό τη διοίκηση του Αντόνιο Αρμάν. Η περικοπή των δημόσιων δαπανών, που έχουν αυξηθεί κατά 200 δισ. ευρώ από το 2019, είναι ο βασικός στόχος.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η διακυβέρνηση του Μακρόν θα αφήσει μια κληρονομιά χρέους που θα διευρυνθεί, από το 111,6% του ΑΕΠ φέτος στο κλείσιμο του 2029 στο 115,2%.
Το συνταξιοδοτικό
Ο Μπαρνιέ πρότεινε την επανέναρξη των συζητήσεων για τον αμφιλεγόμενο νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος της Γαλλίας. Υποσχέθηκε να υιοθετήσει μια προσέγγιση «μηδενικής ανοχής» όσον αφορά τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Για να πάρει μαζί του τη Λεπέν, που απειλεί να καταψηφίσει τον προϋπολογισμό, δεσμεύτηκε να εισαγάγει αυστηρότερες πολιτικές μετανάστευσης για να βοηθήσει τη Γαλλία να επιτύχει τους «στόχους ένταξης». «Δεν έχουμε πλέον ικανοποιητικό έλεγχο της μεταναστευτικής μας πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, δεν εκπληρώνουμε πλέον τους στόχους μας για την ένταξη με ικανοποιητικό τρόπο» κατέληξε ο γάλλος πρωθυπουργός.