Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η συζήτηση επέστρεψε, εκεί που δεν έπρεπε να έχει απομακρυνθεί, στις μεγάλες πληγές της κρίσης που ήταν τα κόκκινα δάνεια και συνακόλουθα οι εταιρείες-«κουφάρια» ή «ζόμπι», όπως μάθαμε πριν από μια δεκαετία να τις αποκαλούμε. Πρόκειται για εταιρείες που η αιφνίδια αλλαγή δεδομένων της χρεοκοπίας του κράτους τούς έκοψε την επαφή με την πραγματικότητα, βρέθηκαν φορτωμένες με υπέρογκα χρέη που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν, κάποια στιγμή, λόγω της απειλής κατασχέσεων οποιουδήποτε ποσού εμφανιζόταν στους λογαριασμούς τους, βγήκαν υποχρεωτικά στη «μαύρη» – «κατάμαυρη» – οικονομία, αλλά συνέχισαν, όσο περίεργο και αν φαίνεται, να λειτουργούν. Παρασιτικά προφανώς, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό με βεβαιότητα, χωρίς παραστατικά, με κακές συνθήκες για τους εργαζομένους τους, αλλά και χωρίς να τους βγάζει κάποιος από την πρίζα.

Ολη αυτή τη συζήτηση την αφήσαμε στη μέση κάποια στιγμή στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις «αναστήθηκαν» – ή έτσι νόμιζαν – με τα πολλά λεφτά που δόθηκαν στην περίοδο της πανδημίας, αλλά τώρα που αυτή η ρευστότητα αποσύρθηκε το πρόβλημα επέστρεψε. Το θύμισαν οι 11 βουλευτές της ΝΔ με την ερώτησή τους προς τον υπουργό Οικονομικών. Το συνέχισε ο ίδιος ο Κωστής Χατζηδάκης με την παρουσίαση, πρώτη φορά, κοινών στοιχείων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης, δείχνοντας ότι έχουμε αρχίσει να ωριμάζουμε στην αντιμετώπιση του ζητήματος και τα χρέη δεν θα εξαφανιστούν επειδή τα ξεφορτώθηκαν οι τράπεζες. Μέρος αυτού του προβλήματος είναι και οι μικρές επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα, οι συνεταιρισμοί, οι αγρότες, για τους οποίους προωθείται μια νέα λύση ρύθμισης παλαιών οφειλών από την κυβέρνηση.

Τις διαστάσεις ωστόσο του θέματος τις δίνει αναλυτικά μια μελέτη του ΙΟΒΕ και του διευθυντή του Νίκου Βέττα που δημοσιεύτηκε χθες. Από αυτή προκύπτει ξεκάθαρα ότι το μεγαλύτερο μέρος των εταιρειών-«ζόμπι» είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Είναι αυτές που φωνάζουν ότι είναι αποκλεισμένες από την τραπεζική χρηματοδότηση και ρυθμίζουν ατέρμονα τις οφειλές τους προς το Δημόσιο. Είναι εταιρείες από τον κλάδο των καταλυμάτων και της εστίασης, οι γνωστές «αρπαχτές» του τουρισμού. Ενα άλλο μέρος είναι οι εταιρείες ακίνητης περιουσίας, που επλήγησαν από την κρίση και δεν τις σώζει ούτε η σημερινή εκτίναξη του κλάδου. Προφανώς αρκετές από τον πρωτογενή τομέα, εξ ου και η ανάγκη ρύθμισης. και ένα τεράστιο κομμάτι αφορά οφειλές ενός τομέα που συνδέεται με την ακρίβεια, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο. Σε αυτούς τους κλάδους περίπου μία στις τέσσερις επιχειρήσεις είναι στην κατηγορία «ζόμπι» ακόμα και τώρα στη φάση της ανάκαμψης. Το πρόβλημα από την ελλιπή διαχείριση αυτού του προβλήματος, όπως παρατηρεί το ΙΟΒΕ, είναι ότι μέσω των δεσμευμένων εξασφαλίσεων παραμένουν εκτός οικονομίας σημαντικοί παραγωγικοί πόροι που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη.

Κάποιες από όλες αυτές τις επιχειρήσεις σώζονται με θυσίες των ιδιοκτητών τους και πολλή όρεξη για δουλειά. Κάποιες άλλες δεν σώζονται με τίποτα. Στην επιχειρηματικότητα και στη ζωή υπάρχουν και δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες. Χρειάζονται απλά γενναίες λύσεις και τολμηρούς να τις εκτελέσουν.