Αναρωτιέται κανείς ποιος ο λόγος το σύνολο σχεδόν των πολιτικών προσώπων να εκστομίζουν λέξεις που, πριν περάσουν λίγες μόνον ώρες από τη στιγμή που τις εκστομίσανε, να ηχούν όχι μόνο προβληματικές σε σχέση με την προοπτική της υλοποίησής τους, αλλά και τόσο πομπώδεις ώστε να τα στιγματίζουν ως εκτός τόπου και χρόνου άτομα. Στο πολυσυζητημένο και εκθειασμένο με έναν υπερβολικό θα έλεγε κανείς τρόπο ντιμπέιτ της περασμένης πια Τρίτης, με τους υποψήφιους για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, ακούσαμε να γίνεται λόγος για «τομές», «ρήξεις», «μάχες», «ανατροπές», «επαναστατικές λύσεις» – ευτυχώς όχι από όλους – σάμπως και για να γίνουν όλα τούτα τα θαυμαστά δεν χρειάζεται παρά να τα έχει σκεφτεί ένας μόνον άνθρωπος, ενώ όλοι οι άλλοι με τους ίδιους ή παρεμφερείς στόχους, εκστασιασμένοι, μπροστά σε τόση πρωτοτυπία και έμπνευση, θα παραμερίσουν προκειμένου να περάσει αυτός ο «ένας» – δύο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς μια ιδιαίτερη πολιτική συγκρότηση για να αντιληφθεί πως πρόκειται για μια περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή πρόθεση εξαπάτησης, αφού είναι αδύνατον ένας πολιτικός που προβληματίζεται κατά πόσο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων θα θελήσει να χάσει τη βολή του και να μετακινηθεί για να ψηφίσει τη μέρα ή μάλλον τις δύο μέρες των εκλογών, να μην αντιλαμβάνεται πως ο μεγάλος αυτός αριθμός ανθρώπων συνιστά την αποφασιστικότερη προϋπόθεση ώστε οποιαδήποτε «επαναστατική λύση» να αδυνατεί να υπάρξει.
Και πώς θα ήταν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά, όταν πριν έχουν γίνει ακατάλληλα τα ίδια τα πλήθη ώστε να συνδράμουν στην πραγματικότητα των επαναστατικών λύσεων, είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί που έχουν κάνει τη λέξη «μάχη» να έχει χάσει κάθε νόημα. Καθώς θεωρούν ως μάχη το να συσκέπτονται, το να διαφωνούν με τους συναδέλφους τους, το να μιλάνε μπροστά σε ένα μικρόφωνο ή μια τηλεοπτική κάμερα, το πολύ πολύ σε μια πλατεία ή σε ένα στάδιο. Σε περιβάλλοντα δηλαδή άκρως προστατευμένα, όταν οι μάχες, όπως γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά, δίνονται σε χώρους όπου διατρέχει κίνδυνο η ίδια σου η ζωή, κάτι ασφαλώς πολύ σημαντικότερο από το να μιλάς ή και πολύ συχνά να φλυαρείς ασύστολα. Δεν υπάρχει μάχη που αν και έχει συντελεστεί, εσύ να αναδύεσαι από μέσα της σώος και αβλαβής και μάλιστα με κέρδη μιας ή μάλλον πολλών μορφών. Και αν θα αντέτεινε κανείς πως χρησιμοποιείται μεταφορικά η λέξη «μάχη», θα ανταπαντούσαμε πως η μεταφορά νοείται μόνο στην ποίηση. Στην πολιτική για να συνεννοηθούμε και για να μην μπορεί κανείς να κοροϊδέψει κανέναν χρειάζεται απόλυτη κυριολεξία.
Η λέξη «μάχη» σε συνδυασμό με τον οποιονδήποτε πολιτικό σε εποχές κάθε άλλο παρά επαναστατικές προκαλεί τόση ένσταση, αν όχι και αποστροφή, όσο η λέξη «καλή» μπροστά στη λέξη «απόλαυση» που ακούγεται ως ευχή στα πολύ ακριβά συνήθως εστιατόρια και αν έχεις μια σταλιά τσίπα σου έρχεται να κρυφτείς κάτω από το τραπέζι καθώς αισθάνεσαι να σε λογαριάζουν ένα άτομο που δεν εννοεί και δεν επιδιώκει την απόλαυση παρά μόνον στην πιο επιδεινωμένη της μορφή. Αλλά αν η λέξη «μάχη» φαίνεται να έχει πάρει διαχρονικά τη θέση μιας σανίδας σωτηρίας των πολιτικών τόσο σε κάθε μορφής πάνελ όσο και σε μεμονωμένες εμφανίσεις, άλλο τόσο εκτεταμένα κυκλοφόρησε ο όρος «πολιτικός πολιτισμός» προκειμένου να χαρακτηριστεί η ατμόσφαιρα του πολυσυζητημένου ντιμπέιτ.
Αν μπορούσαμε να διανοηθούμε σε ποιο βαθμό αποδυναμώνεται ο όρος «πολιτισμός» με την προσθήκη της λέξης «πολιτικός», θα την είχαμε αποφύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ο πολιτισμός ενός ανθρώπου είναι μια ενιαία, αδιαίρετη και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση ώστε δεν μπορεί να επιμερίζεται γιατί σημαίνει πως αναγνωριζόμενος ως «πολιτικός», μπορεί να μην ισχύει μέσα σε μια καθημερινότητα μη πολιτική, μια καθημερινότητα συζυγική, οικογενειακή, συντροφική ή συνεργατική. Με το να υπογραμμίζουμε τους πολιτικούς ως πολιτισμένους σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι θα ήταν δυνατόν να εκφραστούν και απολίτιστα. Ας το προσέξουμε.