Tο περασμένο Σάββατο έγραφα στα «ΝΕΑ» για την άγρια βία μεταξύ ανηλίκων. Τα περιστατικά εκείνων των ημερών ήταν απανωτά και σοκαριστικά. Από τότε μέχρι σήμερα τα επεισόδια πολλαπλασιάστηκαν με αποκορύφωμα τον βιασμό πεντάχρονου από συνομηλίκους του. Εγιναν πολλές συζητήσεις σε δελτία ειδήσεων και εκπομπές που κράτησαν μία δύο μέρες. Και μετά σιγή. Τι; Οτι τα περιστατικά σταμάτησαν; Δεν νομίζω. Απλά θεωρώ ότι, με την πάροδο του χρόνου, αρχίζουν και χάνουν τη «μιντιακή τους αξία». Καινούργιες ειδήσεις έρχονται και σπρώχνουν τις παλαιότερες προς τα πίσω. Η σχετική συζήτηση περιορίσθηκε σε σχόλια για τα μέτρα που πρόκειται να λάβει η κυβέρνηση και για τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη σχετικά με το ξύλο που «βγήκε απ’ τον Παράδεισο» and that’s all folks. Μέχρι να ξανασυμβεί ένα σχετικό περιστατικό που θα έχει «μιντιακή τροφή» – ελπίζω όχι μοιραίο –, να ξανανοίξουμε ολοφυρόμενοι την κουβέντα μέχρι να την ξανακλείσουμε και να την ξανανοίξουμε όταν θα υπάρχουν κάποια κενά στην ειδησεογραφία που θα πρέπει να καλυφθούν. (Και αυτά τα γράφω ως αυτοκριτική διότι κι εγώ το ίδιο κάνω).

Ως δικηγόρος του διαβόλου θα έλεγα ότι αυτό ακριβώς είναι η ειδησεογραφία. Το χθεσινό είναι ήδη παλιό και το προχθεσινό μυρίζει μούχλα. Ειδικά στην εποχή των ηλεκτρονικών μέσων. Μόνο που έτσι, συμφιλιωνόμαστε σιγά σιγά με το «τέρας» που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Και του παραχωρούμε θέση στην κανονικότητα έστω και ως ακρότητα. Κατά κάποιον τρόπο και η ειδησεογραφία δηλαδή υπάγεται στους κανόνες της μόδας. Μόνο που πεντάχρονα που βιάζουν, τα δωδεκάχρονα που γρονθοκοπούν και τα δεκατετράχρονα που ξυρίζουν με φαλτσέτες δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως μιντιακή μόδα. Είναι το δυστοπικό ροκ του μέλλοντός μας.

Σκέφτομαι αυτά τα παιδιά, αυτή τη γενιά της βίας. Δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρονών σου λέει. Γεννημένα στην αρχή της οικονομικής κρίσης. Ποιες είναι οι πρώτες εικόνες δημόσιας ζωής που εισέπραξαν στη νηπιακή τους ηλικία; Οι Αγανακτισμένοι που φώναζαν να καεί η Βουλή (τι να απέγινε άραγε εκείνο το τρίχρονο αγοράκι που το είχε ο πατέρας του στους ώμους του και μούντζωνε το Κοινοβούλιο και το οποίο είχε γίνει πρωτοσέλιδο;), ο εμπρησμός της Μαρφίν, οι φωτιές στην Αθήνα, οι προπηλακισμοί των πολιτικών του ΠΑΣΟΚ, οι τσαμπουκάδες της Χρυσής Αυγής, εκείνα τα εχθροπαθή συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ «Ή μας τελειώνουν ή τους τελειώνουμε».

Μιλάμε δηλαδή για παιδιά μου γνώρισαν τον κόσμο σε ένα περιβάλλον όπου η βία εκλαμβανόταν ως αρετή, ως μαγκιά, ως αγώνας, ακόμη και ως αξιοπρέπεια. Πιθανόν να άκουσαν γονείς και μεγαλύτερούς τους να επικροτούν τις επιθέσεις κατά των πολιτικών, να ζητάνε κρεμάλες. Και μετά μπήκαν στον κόσμο του Διαδικτύου, έπαιξαν παιχνίδια εξόντωσης, οργάνωσαν αντίπαλες ομάδες παικτών σε έναν εικονικό κόσμο όπου επιβιώνεις μόνο αν εξοντώσεις τον αντίπαλό σου. Και σε ένα παιδικό μυαλό η εικονική από τη ρεαλιστική πραγματικότητα δεν απέχουν και τόσο πολύ.

Μιλάμε λοιπόν για μία χαμένη γενιά; Μπορεί να είμαι πολύ ρομαντική αλλά (θέλω να) πιστεύω το αντίθετο. Για να μεγαλώσεις, να ενηλικιωθείς, πρέπει να υπάρχει ένα παιδί που άφησες πίσω. Και ευελπιστώ ότι αυτό θα συμβεί και με τους σημερινούς πιτσιρικάδες.

Μαμάδες σε υστερία

Βλέπω βίντεο στο Διαδίκτυο. Υποτίθεται χιουμοριστικά. Και βγαλμένα μέσα από τη ζωή. Αλλά δε σκάει το χείλι μου. Επαναλαμβανόμενα στιγμιότυπα για το πώς είναι ένα ζευγάρι στην αρχή της σχέσης τους και πώς έπειτα από έναν χρόνο, πώς είναι ένας άντρας με τους φίλους του και πώς με τη σύντροφό του, η κλασική ελληνίδα μάνα και άλλα στερεότυπα που δεν σώζονται ούτε καν από την (ανύπαρκτη) πρωτοτυπία της ατάκας. Με ξεχειλωμένους χαρακτήρες που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα εξοστρακίζοντας έτσι μία βασική αρχή της κωμωδίας. Ειδικά μάλιστα μια ηθοποιός που υποδύεται διαφόρους τύπους μαμάδων, φαίνεται ότι ζει σε ένα σύμπαν όπου όλες οι μαμάδες είναι υστερικές.

  • «Είμαι ο Στέφανος, σκέτο». Ετσι αρχίζει το βίντεο του Στέφανου Κασσελάκη με το οποίο ανακοίνωσε την

    υποψηφιότητά του για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς θέλει να τον αποκαλούν μόνο με το μικρό του όνομα,τύπου Ανδρέας ή

    Μελίνα. Μόνο που αυτό κατακτάται. Δεν κατοχυρώνεται με δήλωση