Τέλη της δεκαετίας του 1960, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έκανε πολλές προσλήψεις. Μια γενιά νέων ανθρώπων, λοιπόν, συνέρρευσαν στην αμερικανική πρωτεύουσα προκειμένου να βρουν δουλειές που ήλπιζαν να μετατρέψουν σε καριέρες. Ετσι έφτασαν στην Ουάσιγκτον, έχοντας μόλις τελειώσει ένα κολέγιο στη Μινεσότα, η Τζάνετ Χάρλεϊ και η Κάρολιν Μπάσερ. Πήγαν αμέσως στο διαμέρισμα του Ρότζερ Πουρ, ενός φίλου και συμφοιτητή τους που έμενε ήδη στη νότια Ουάσιγκτον και έψαχνε σταθερούς συμπαίκτες για μπριτζ. Εκείνος τις γνώρισε σε μια γειτόνισσά του, την Ντόροθι Γουάλεν, που προσφέρθηκε να τις φιλοξενήσει μέχρι να βρουν δικό τους χώρο.
Σύντομα οι γνωστοί έγιναν φίλοι, η ομάδα μεγάλωσε και οι φίλοι έγιναν σχεδόν οικογένεια. Τους έφεραν κοντά οι κοινές τους συνθήκες – σχεδόν όλοι εργάζονταν σε κυβερνητικές υπηρεσίες – και τα κοινά τους ενδιαφέροντα: παιχνίδια, εκδρομές και φασαριόζικες, ενίοτε εκκεντρικές συγκεντρώσεις. Για να γιορτάσουν τα γενέθλια κάποιου, διοργάνωναν «αγώνες ράλι», κυνήγια θησαυρών, ενίοτε και μασκέ πάρτι όπου όλοι έπρεπε, για παράδειγμα, να ντυθούν λαχανικά. Χαίρονταν με τις χαρές των άλλων και ήταν εκεί στις λύπες τους. Αρχές του 1974, όταν η Τζάνετ Χάρλεϊ ήταν 27 χρόνων, διαγνώσθηκε με καρκίνο του μαστού σε τελικό στάδιο.
Τα νέα συγκλόνισαν την ομάδα. Αδυνατούσαν να το συλλάβουν. Η Τζάνετ ήταν νέα και γεμάτη κέφι, πάντα πρόθυμη για ένα ακόμα πάρτι ή μια περιπέτεια. «Πώς ζεις με αυτά τα νέα; Πώς συνεχίζεις;». Περίπου έναν μήνα πριν από τα 28α γενέθλιά της οι φίλοι της είχαν μια ιδέα: θα γιόρταζαν τη ζωή της με την πιο εξωφρενική μάζωξη που είχαν κάνει ποτέ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, η προσωπική γραμματέας του προέδρου Νίξον είχε φωτογραφηθεί να πίνει σαμπάνια στο National Mall, το τεράστιο, καταπράσινο πάρκο της Ουάσιγκτον, στη διάρκεια πικνίκ. Αφού μπορούσε εκείνη, σκέφτηκαν, γιατί όχι κι εμείς;
Δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκε ειδική άδεια, ύστερα από πολλή πειθώ, από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων. «Νομίζω φοβούνταν ότι ήμασταν έξαλλοι, αριστεροί ριζοσπάστες. Και φυσικά ήμασταν. Αλλά όχι εκείνη τη μέρα». Παρασκευή 19 Ιουλίου η Κάρολιν Μπάσερ ξύπνησε την Τζάνετ λίγο μετά τις 5 το πρωί με μια διαταγή: «Φόρα αυτό». Ηταν το φόρεμα που είχε βάλει στον χορό της αποφοίτησής της, το είχε στείλει μυστικά η μητέρα της από το Οχάιο. Σαστισμένη αλλά περίεργη, η Τζάνετ υπάκουσε. Ο σύντροφός της περίμενε απέξω, μέσα σε μια άμαξα με άλογα. Γύρω στις 7 το πρωί, η άμαξα και δύο λιμουζίνες σταμάτησαν στο ανατολικό άκρο της Ανακλαστικής Λιμνούλας.
Στη σκιά του Μνημείου Λίνκολν περίμενε πανέτοιμο, μέσα στην πρωινή δροσιά, ένα μακρύ τραπέζι για 12 άτομα. Οι χρυσαφένιες καρέκλες του είχαν ψηλή πλάτη, το σερβίτσιο ήταν πορσελάνινο, τα κηροπήγια αναμμένα. Ενα κουαρτέτο εγχόρδων άρχισε να παίζει απαλά. Είχαν όλοι ντυθεί επίσημα – και το επίσημο του 1974 ήταν πραγματικά επίσημο. Δύο σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν γεμίζοντας τα ποτήρια σαμπάνια και τα πιάτα με εκλεκτά εδέσματα – μέχρι και στρείδια έφαγαν για πρωινό. Αρκετοί σηκώθηκαν για να χορέψουν. Η Τζάνετ έλαμπε. «Δεν νομίζω να φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσαμε να σκεφτούμε κάτι σαν αυτό. Απλώς θέλαμε να της προσφέρουμε κάτι πραγματικά εξωπραγματικό ώστε να αντισταθμίσουμε την πιο φριχτή διάγνωση που μπορεί να λάβει ποτέ μια νέα γυναίκα. Ηταν ο τρόπος μας να γιορτάσουμε το γεγονός ότι ήμασταν ζωντανοί. Και μαζί».
Μέχρι τις 9.30 το πρωί, το πάρτι είχε τελειώσει. Το τραπέζι απομακρύνθηκε και οι δώδεκα φίλοι έτρεξαν σπίτια τους να αλλάξουν για τη δουλειά. Αιφνιδιάστηκαν μαθαίνοντας, αργότερα, πως το πρωινό τους το είχαν καλύψει οι τοπικές ειδήσεις. Τη φωτογραφία την είδαν την επομένη στο πρωτοσέλιδο της «Washington Post» υπό τον τίτλο «Στο Mall: πρωινό για 12, το χάραμα». Την είχε τραβήξει ο Χάρι Ναλτσάγιαν, βετεράνος φωτογράφος της εφημερίδας, χωρίς να τον αντιληφθούν. Ηταν άλλες εποχές, τα γιατί και τα πώς αυτής της συγκέντρωσης, όπως και η ταυτότητα των συμμετεχόντων, έμειναν μυστήριο. Μέχρι πρόσφατα, που η κόρη του φωτογράφου, φωτογράφος και η ίδια, γνώρισε μισο-τυχαία κάποια από την τότε παρέα και έμαθε την ιστορία της, έμαθε για τον ρόλο που θα έπαιζαν στη συνέχεια πολλοί από τους πρωταγωνιστές στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, την ισότητα των φύλων στα σχολεία, την προώθηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία. Η Τζόις Ναλτσάγιαν κατάφερε μάλιστα να πείσει έξι από την αρχική παρέα να συμμετάσχουν σε μια αναπαράσταση εκείνου του πρωινού, στο ίδιο σημείο, πενήντα χρόνια μετά. Αρκετές καρέκλες έμειναν άδειες. Η Τζάνετ έφυγε πρώτη, το 1982, στα 35 της. Και αυτή τη φορά οι έξι ήπιαν μεταλλικό νερό, «τότε πίναμε σαμπάνια» έλεγαν γελώντας, με τη νοσταλγία να τους τυλίγει.
Από τις τόσες και τόσες ιστορίες που έχει να διηγηθεί ο Κόσμος, η στήλη επέλεξε σήμερα αυτή, παρά τη βαριά επικαιρότητα, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ο Οκτώβριος: Μήνας Πρόληψης και Ενημέρωσης για τον Καρκίνο του Μαστού. Και ο άλλος, η τρυφερότητά της: δεν σώζει μεν τον κόσμο, αλλά τον κάνει λιγότερο ανυπόφορο.