Αποτελεί ταυτολογία ότι, με δυο πολέμους σε οριακό σημείο και τη δημοκρατία να υποχωρεί παγκοσμίως, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ειδικά για την Ευρώπη, και κατ’ επέκταση για τη χώρα μας, υπάρχουν και πρόσθετες ανησυχητικές εξελίξεις – χωρίς να υπολογίζουμε τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που κρέμονται, επίσης, από μια κλωστή.
Το πιο σημαντικό γεγονός για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι η συνεχής και σε πολλές χώρες ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων. Πιο πρόσφατα στην Αυστρία, έστω και αν δεν καταφέρει να κυβερνήσει – και πάντως σίγουρα χωρίς να είναι σε θέση να κυβερνήσει μόνο του –, το επονομαζόμενο, κατά εννοιολογική σύγχυση, «Κόμμα της Ελευθερίας», κέρδισε, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, σε εθνικές εκλογές. Πρόκειται για ένα κόμμα που δεν κρύβει ούτε τις ναζιστικές ρίζες του – το ίδρυσε πρώην μέλος των SS – ούτε τις σημερινές ναζιστικές αναφορές του: ο κατά τα άλλα «μειλίχιος» πρόεδρός του έκανε λόγο, στην παρούσα εκλογική εκστρατεία, αφενός για «Καγκελάριο του Λαού» (Volkskanzler) και αφετέρου για «πολιτικούς του συστήματος» (Systempolitiker), οι οποίοι διαπράττουν «προδοσία κατά του λαού» (Voklsverrat) – τρεις εκφράσεις που έρχονται κατευθείαν από το στόμα του Αδόλφου. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το κόμμα αυτό έχει, επίσης ανοικτά, ακραίες θέσεις σε ζητήματα μετανάστευσης – ζητά μαζικές απελάσεις –, στο μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία – σταμάτημα κάθε βοήθειας στην αμυνόμενη χώρα – και της κλιματικής αλλαγής – άμεση μείωση των «πράσινων» μέτρων. Παρόμοιες θέσεις έχουν τα αντίστοιχα κόμματα που συμμετέχουν σε αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις: ως μονοκράτορες στην Ουγγαρία, ως μεγαλύτερες συνιστώσες στην Ιταλία (που προς το παρόν στηρίζει την Ουκρανία) και την Ολλανδία, ως μικρότεροι εταίροι στην Κροατία, την Τσεχία (όπου η Ακροδεξιά του πρώην πρωθυπουργού Μπάμπις είναι φαβορί στις επερχόμενες εκλογές), τη Φινλανδία, τη Σλοβακία και ως βασικά στηρίγματα στη Σουηδία και στη Γαλλία (όπου το κόμμα της Λεπέν είναι το μεγαλύτερο στο Κοινοβούλιο και κρατά στα χέρια του τις τύχες της νέας κυβέρνησης). Το πρόβλημα, μπροστά σε ένα τέτοιο πολιτικό μπλοκ, είναι προφανές, καθώς η νέα θητεία των ευρωπαϊκών οργάνων αρχίζει, θεωρητικά, με πρόθεση προώθησης κοινών σχεδίων – στην οικονομία, την άμυνα, την «πράσινη ανάπτυξη». Λιγότερο προφανής είναι η αντιμετώπιση: όσο οι ακραίοι μένουν εκτός εξουσίας, λόγω ύψωσης «δημοκρατικού τείχους», όπως έγινε στη Γαλλία, εν μέρει στην Ολλανδία και πιθανώς στην Αυστρία, τόσο η εκλογική τους επιρροή, αλλά και η επιρροή των ιδεών τους – αυτών ακριβώς των ιδεών που εμποδίζουν κάθε ενοποιητική πρωτοβουλία – μεγαλώνει. Το πραγματικό τείχος δεν χτίζεται από τα συστήματα, αλλά από τους λαούς – που προς το παρόν δεν δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Στη γενική αυτή ανάσχεση, προστίθενται και κρίσιμες επιμέρους επιπλοκές. Η «κοινή άμυνα» πάει να χτιστεί με υπερβολική βιασύνη και υπερβολικό τονισμό της οικονομικής διάστασης – «ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία» – εις βάρος της πολιτικοκοινωνικής – μια Ευρώπη πολεμική δύναμη. Από την ορθή έμφαση, από Ντράγκι και άλλους, στην «ανταγωνιστικότητα», λείπει η φαντασία και η τόλμη: οι διάφορες «κοινές αγορές» δεν επαρκούν, όπως δείχνει κατεξοχήν το παράδειγμα της «Ενωσης Αγορών Κεφαλαίου» και της υπονόμευσής της από τη Γερμανία. Κυρίως: η υποχώρηση υλοποίησης της «Πράσινης Συμφωνίας», που πιο μεγάλου και αναγκαίου σχεδίου της Ευρώπης, δεν περίμενε την Ακροδεξιά για να αρχίσει να αναιρείται – ίσως απλώς η Ακροδεξιά βάλει το κερασάκι στη δηλητηριασμένη τούρτα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος