Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Αστέρης Πελτέκης ανήκει στη σπάνια κατηγορία των καλλιτεχνών που φαίνεται να πιστεύουν πως όσο πιο αθόρυβα εργάζεται κανείς τόσο πιο βαθιά και ουσιαστική παραμένει η θέση που διεκδικεί σε αυτή την αδιάκοπη ροή ενός καλλιτεχνικού γίγνεσθαι τόσο πιο αχειραγώγητου και δύσκολα εκτιμήσιμου καθώς συμβάλλουν σε αυτό εξαίρετες αλλά και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους σε πνευματικό εκτόπισμα και τάλαντο μονάδες. Ο εδώ και δυόμισι χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, συνεχίζοντας μια λαμπρή παράδοση του ομώνυμου θεάτρου, δικαιώνει τη ρήση του αλησμόνητου κριτικού και δοκιμιογράφου Αλκη Θρύλου που έγραψε στα 1961 με τη δημιουργία της δεύτερης κρατικής σκηνής στη συμπρωτεύουσα πως «το θέατρο για μια πόλη είναι ο προβολέας της».
Ενα κρατικό θέατρο έχει, από συστάσεώς του, μια ευρύτερη ή μάλλον πολλαπλάσια αποστολή, ενδεχομένως και υποχρέωση: μαζί με την καλλιτεχνική, θεατρική αγωγή του κοινού να διατηρεί κι έναν με πολύ ανοιχτό ορίζοντα ευνοημένο, παιδευτικό χαρακτήρα. Μήπως, επομένως, ο χαρακτήρας αυτός μπορεί ν’ αποβεί δεσμευτικός σε σχέση με τη διαμόρφωση του ρεπερτορίου του κρατικού θεάτρου; «Το δραματολόγιο ενός κρατικού θεάτρου, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρέπει να εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα το κάνουν, όσο το δυνατόν, καθολικότερα προσβάσιμο σε όλες τις τάξεις του κοινού. Μην ξεχνάμε ότι το θέατρο δημιουργήθηκε με τον τρόπο που γνωρίζουμε στην αρχαία Ελλάδα, τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν πραγματοποιήθηκε ένα τεράστιο διανοητικό άλμα και ο άνθρωπος πέρασε από τον άνθρωπο – μυ, τον Αίαντα, στον άνθρωπο – μυαλό, τον Οδυσσέα. Γεγονός που εξελίχθηκε, μέσω του θεάτρου, σε νομολογική γνώση, μ’ αποτέλεσμα το ίδιο το θέατρο να λειτουργήσει και εκπαιδευτικά και παιδευτικά – με την ευρύτερη βέβαια έννοια. “Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας”, όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης, λαμβάνοντας υπόψη μας την ύπαρξη του μύθου, το μοναδικό χαρακτηριστικό που διαχωρίζει το τελετουργικό θέατρο ως παραστατική τέχνη σε σχέση με όλες τις άλλες μορφές παραστατικών τεχνών που υπήρχαν σε άλλους πολιτισμούς. Συγγνώμη αν πήγα Θεσσαλονίκη μέσω Καλαμάτας, αλλά ήταν για να υπογραμμίσω ότι η εκπαιδευτική και παιδευτική διάσταση μας δεσμεύει ώστε το ρεπερτόριο του θεάτρου να εμπεριέχει τόσο κλασικά κείμενα, κείμενα δηλαδή του αρχαίου ελληνικού δράματος, που συνιστούν μια παγκόσμια κληρονομιά κι εμείς πρώτοι πρέπει να την υπηρετούμε και να τη διαδίδουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, όσο και όλα τα άλλα κλασικά ή σύγχρονα κείμενα. Και φυσικά, με ιδιαίτερη θα έλεγα έγνοια, το σύγχρονο ελληνικό ρεπερτόριο, ανεβάζοντας έργα στη σκηνή που, άσχετα αν ευτυχήσουν ή όχι, να αποτελούν το κίνητρο ώστε κάποιοι νεότεροι να σταδιοδρομήσουν ως συγγραφείς. Κάτι που το έκανε με μεγάλη επιτυχία το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και αναδύθηκε μια πλειάδα σημαντικών συγγραφέων, από τότε έχουμε μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το ρεπερτόριο είναι δυνητικό τόσο ως προς τη μια όσο και προς την άλλη κατεύθυνση, δηλαδή ως προς την επιλογή μιας ευρείας γκάμας έργων που να καλύπτει όλα τα αισθητικά ενδιαφέροντα του κοινού, αλλά και έργων που να εγγυώνται μια μορφή παιδείας και εκπαίδευσης. Φτάνει να πρόκειται, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, για κείμενα σημαντικά, είτε παλαιά είτε νέα».
Οσο θετικά και ευφήμως κι αν έχει αντιμετωπιστεί ως σήμερα η παρουσία του Αστέρη Πελτέκη στο πηδάλιο της διεύθυνσης του ΚΘΒΕ, αυτό δεν σημαίνει – για έναν περιορισμένο έστω αριθμό ανθρώπων – και γνώση των προσωπικών του καλλιτεχνικών πεπραγμένων ως την ώρα, πριν από δυόμισι χρόνια, που ανέλαβε τη διεύθυνση αυτή. Είναι βέβαια γεγονός πως η περιφέρεια – ακόμη και η Θεσσαλονίκη – όσο ενδιαφέρον και σημαντικό καλλιτεχνικό, επομένως και θεατρικό, έργο κι αν παράγει, σαν να παραμένει μειωμένης προτεραιότητας όσον αφορά το ενδιαφέρον για το «curriculum vitae» των ίδιων των δημιουργών της. Μια αδικία που στην προσπάθεια να την αποκαταστήσει κανείς μένει κατάπληκτος μπροστά στα αποκαλυπτόμενα στοιχεία και τις πληροφορίες. «Για μένα η προσωπική μου ιστορία, μια πολύ απλή αλλά και όμορφη ιστορία, ξεκινάει μέσα από τους κόλπους του Κρατικού Θεάτρου. Αν και η επιθυμία του πατέρα μου ήταν να τον διαδεχτώ στη δουλειά του – ήταν φαρμακοποιός –, αισθανόμουνα γενικότερα μια τόσο έντονη ανησυχία ώστε σχεδόν αναπόφευκτα ένιωσα να στρέφομαι προς την ποίηση, τη λογοτεχνία, την τέχνη. Eχοντας δει μια πρόβα στο θέατρο και με την παρότρυνση ενός πολύ καλού μου φίλου που ήταν ήδη σπουδαστής στη Δραματική Σχολή, αποφάσισα, ξεχνώντας όλα τα υπόλοιπα, πως ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Να ‘μαι, λοιπόν, στο πρώτο έτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, μια πολύ δύσκολη σχολή τότε, με επικεφαλής τον Βασίλη Παπαβασιλείου και τον Γιάννη Ρήγα διευθυντή Σπουδών, ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνα τη θεωρητική μου κατάρτιση στο τμήμα θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, αποσκοπώντας σε μια ολιστική προσέγγιση της τέχνης του θεάτρου. Με μια υποτροφία από την Ενωση Θεάτρων Ευρώπης (που είχε επικεφαλής τον Πίτερ Μπρουκ) πήγα στην Ισπανία, κάνοντας σεμινάρια πάνω στον Σαίξπηρ, ενώ ο ίδιος τους μιλούσα για το αρχαίο ελληνικό δράμα. Θεωρώ ότι αυτού του είδους η είσοδος στην όμορφη και σπουδαία τέχνη του θεάτρου με οδήγησε σιγά σιγά να ενδιαφερθώ για όλες τις πλευρές της θεατρικής τέχνης. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο έχω φτιάξει μόνος μου σκηνικά, έχω κάνει δικές μου παραγωγές σκηνοθετώντας και παίζοντας, έχω βρει ακόμη και τις χορηγίες. Η διδασκαλία ήρθε στη ζωή μου πολύ νωρίς – αρχικά σε κάποια εργαστήρια, αργότερα σε δραματικές σχολές, που είχα μάλιστα τη διεύθυνσή τους – χάρη στην παρότρυνση ενός εκλεκτού συναδέλφου που είχε εκτιμήσει την προσέγγιση και την επεξεργασία, από πλευράς μου, των ρόλων. Ταυτόχρονα παίζω ως ηθοποιός και κάνω και τα πρώτα μου βήματα στη σκηνοθεσία. Αν και η σκηνοθεσία με έθελγε και με θέλγει πάντα, με την έννοια ότι είναι μια ολοκληρωμένη δημιουργία, δεν θα μπορούσα ποτέ να εγκαταλείψω την τέχνη της υποκριτικής. Αυτή η αναζήτηση της ελευθερίας, μέσα από το μικρό παιδί στο οποίο σε φυλακίζει η τέχνη του ηθοποιού, είναι κάτι τρομερά ενδιαφέρον».
«Θρυλικά ονόματα»
Ενας συνειδητός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μην αισθάνεται τις ευθύνες του και, ενδεχομένως, την αγωνία του να πολλαπλασιάζονται, όταν αναλογίζεται τα ονόματα των δημιουργών που έχουν προϋπάρξει στη δική του θέση, έστω και μέσα σε 63 χρόνια – όσα είναι τα χρόνια που μετρά το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: Σωκράτης Καραντινός, Μίνως Βολανάκης, Σπύρος Ευαγγελάτος, Νίκος Μπακόλας, Βασίλης Παπαβασιλείου, ανάμεσα σε αρκετά ακόμη. «Πραγματικά, όλα αυτά τα ονόματα έχουν περάσει πια στην περιοχή του θρύλου. Σαφώς είναι μεγάλο το βάρος που αισθάνεται κανείς και, φυσικά, δεν σκέφτηκα ούτε λεπτό ότι είμαι κάτι αντίστοιχο με αυτούς τους ανθρώπους. Είμαι ένας άνθρωπος που γαλουχήθηκε και μεγάλωσε μέσα σ’ αυτό το θέατρο, αγάπησε την ιστορία του, αγάπησε τον μύθο αυτών των ανθρώπων. Πάνω απ’ όλα όμως είμαι ένας άνθρωπος που αγαπώ το θέατρο και η αγάπη αυτή με οδηγεί να κάνω το καλύτερο γι’ αυτόν τον οργανισμό και το καλύτερο για την τέχνη που υπηρετώ, τόσο από τη θεωρητική όσο και από την πρακτική της πλευρά, με όσα μέσα διαθέτω. Μ’ απασχολεί επίσης να επαναποκτήσει το θέατρο τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση και λάμψη, να γίνει όσο το δυνατόν πιο θελκτικό για το κοινό. Τελικά να υπηρετώ αυτή την ολιστική προσέγγιση του ρεπερτορίου ώστε να καλυφθεί και η εκπαιδευτική και η παιδευτική πλευρά που θεωρώ ότι οφείλει να έχει το θέατρο. Τώρα το τι κάναμε ή δεν κάναμε θα το κρίνει η Ιστορία. Προσωπικά εύχομαι να έχω βάλει ένα λιθαράκι ώστε ο οργανισμός αυτός να έχει γίνει καλύτερος και η τέχνη του θεάτρου ακόμη πιο ισχυρή».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η «προτίμηση» κάθε ανθρώπου του θεάτρου, σκηνοθέτη κυρίως, όποιοι κι αν είναι οι στόχοι του ή το όραμά του σε σχέση με το ρεπερτόριο ή με συγκεκριμένα έργα που θα ήθελε να «χρεωθεί» για λογαριασμό του, δεν παύει να στρέφεται σε έργα που έχουν ήδη καταχωριστεί ευφήμως σε προγενέστερους ή συγκαιρινούς συναδέλφους του. Δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση ο σημερινός διευθυντής του ΚΘΒΕ, κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει την απάντησή του ακόμη ενδεικτικότερη όσον αφορά τη σημασία του προβληματισμού του. «Μιλάμε για τρία έργα: τις “Βάκχες”, τον “Βασιλιά Ληρ” και την “Ψύχωση 4-48” της Σάρα Κέιν. Εχω πάντα μια διαμάχη εσωτερική, αν μου αρέσει περισσότερο ο “Οιδίπους” ή οι “Βάκχες”. Ισως γιατί δεν έχω ακόμη την ωριμότητα να κατανοήσω απόλυτα τον “Οιδίποδα”. Θα μου πείτε “έχεις την εντύπωση ότι κατανοείς τις «Βάκχες»;”. Οχι βέβαια, αλλά όλη αυτή η τελετουργική ιστορία με τον θεό Διόνυσο, η ιστορία ενός θεού που ανατρέπει τα πάντα και φέρνει μια καινούργια πραγματικότητα, ναι, μου είναι ευκολότερα προσεγγίσιμη. Ολη αυτή τη βίαιη μετάλλαξη και το τι συμβολίζει, τα ερμήνευα πάντα μέσα μου ως μια αναγκαστική μετάλλαξη, μια αναγκαστική ζύμωση για να επέλθει το νέο. Οπως όταν εκρήγνυται ένα ηφαίστειο, κάτι καταστρέφεται, αλλά προκύπτει ένα καινούργιο είδος ζωής. Μ’ αυτή την έννοια μ’ ενδιαφέρει ο μύθος των “Βακχών”, για την έλευση του νέου μέσα από τη θανάτωση, εντός και εκτός εισαγωγικών, του παλιού. Τώρα, για τον “Βασιλιά Ληρ”, θεωρώ τον Σαίξπηρ, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ σπουδαίοι συγγραφείς όπως ο Μολιέρος, ο Θερβάντες, οι συγγραφείς του χρυσού ισπανικού αιώνα ή οι συγγραφείς της κλασικής περιόδου πολλών άλλων πολιτισμών, ως τον μεγαλύτερο, μετά το αρχαίο δράμα. Μιλώντας για τη Σάρα Κέιν, θα έλεγα πως είναι μια τεράστια σύγχρονη δημιουργός, μια μεγάλη ποιήτρια, που δεν πρόλαβε ν’ ανθήσει λόγω του εσπευσμένου θανάτου της που η ίδια προκάλεσε. Η “Ψύχωση 4-48” με απασχολεί ως ένα κείμενο που διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς που υπάρχει και στον “Μάκβεθ”, το γιατί χάνεται ο ύπνος. Αυτή η συγκεκριμένη ώρα, όπως τη λένε και στην ψυχιατρική και την ψυχαναλυτική προσέγγιση, που μπαίνουμε στο στάδιο Αριελ, είναι μια ζώνη από όπου σαν μέσα από μια χαραμάδα μπορούμε να καταλάβουμε την ψυχοσύνθεση του ανθρώπινου είδους».
«Μια τέχνη ζωντανή»
Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, η τεχνολογική έκρηξη έχει δημιουργήσει έναν έντονο προβληματισμό ως προς το μέλλον των τεχνών, αν και σε ποιο βαθμό απειλούνται στην παραδοσιακή τους μορφή και τι είδους επιπτώσεις μπορεί να έχει στη συνέχεια και την εξέλιξή τους. Το περίεργο είναι ότι η μόνη τέχνη που δεν φαίνεται να άγγιξε ο προβληματισμός αυτός είναι το θέατρο. «Κατ’ αρχάς, το θέατρο έχει μια φοβερή ιδιότητα, γι’ αυτό και κατέληξε να ονομάζεται “μητέρα των τεχνών”. Μπορεί να εμπεριέχει και να εγκιβωτίζει όλες τις υπόλοιπες τέχνες και τεχνικές, μπορεί να εμπεριέχει δυνητικά τα πάντα. Αντί να πληγώνεται από την ύπαρξη της τεχνολογίας, ακόμη και της τεχνητής νοημοσύνης, έχει την ιδιότητα να μπορεί να αφομοιώνει και να κάνει κτήμα του οποιοδήποτε τεχνικό ή τεχνολογικό μέσον. Δεύτερον, πολύ σημαντικό επίσης, το θέατρο είναι μια τέχνη ζωντανή, ένας ζωντανός οργανισμός που γεννιέται, πάλλεται και πεθαίνει μπροστά στα μάτια του θεατή. Περνάει στη λήθη ώσπου να βρεθεί το επόμενο στερητικό άλφα του επόμενου καλλιτέχνη που θα του στερήσει τη λήθη για να το κάνει μια νέα αλήθεια».