Αύριο οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ εκλέγουν τον ή την αρχηγό του κόμματός τους. Από σεβασμό στη δημοκρατική διαδικασία, στην οποία έτσι κι αλλιώς δεν συμμετέχω ως ψηφοφόρος, δεν πρόκειται να κάνω κρίσεις για τα πρόσωπα των υποψηφίων. Αναφορές σε πρόσωπα θα κάνω μόνο εφόσον είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του συλλογισμού μου με σαφήνεια.

Κατ’ αρχάς, αν θυμηθούμε με πόση ένταση και θυμό πιέστηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης να δεχτεί τις εκλογές, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η προεκλογική διαδικασία μέχρι τώρα εξελίχθηκε άψογα. Παρά τη σφοδρότητα με την οποία αμφισβητήθηκε ο νυν πρόεδρος, η προεκλογική έγινε με ζωντάνια, αλλά και ευπρέπεια, χωρίς προσωπικές επιθέσεις – πέραν ορισμένων υπονοουμένων μέσα στα επιτρεπτά όρια. Γενικώς, ο τρόπος με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ θέτει την ηγεσία του στην κρίση των ψηφοφόρων του είναι υποδειγματικός, πολύ περισσότερο επειδή η σύγκριση με το τσίρκο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναπόφευκτη, αφού οι δύο διαδικασίες εξελίσσονται συγχρόνως. Αν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, που υπολογίζουν ότι 300.000 ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες για να ψηφίσουν, τότε το ΠΑΣΟΚ θα βγει ενισχυμένο από την υπόθεση αυτή. Η ομαλή έκβαση της αλλαγής στην κορυφή θα είναι απόδειξη του δυναμισμού και της ωριμότητάς του ως πολιτικού οργανισμού.

Αν όμως δεν γυρίσει η σελίδα, τι γίνεται; Αν δηλαδή οι ψηφοφόροι επιβεβαιώσουν την ηγεσία του κ. Ανδρουλάκη, τι γίνεται; Τότε όσα γράφω στην προηγούμενη παράγραφο τα πετάμε, γιατί δεν θα ισχύουν. Αν επανεκλεγεί ο σημερινός πρόεδρος, τότε όλη αυτή η διαδικασία δεν ήταν παρά μια άσκηση προσωπικών φιλοδοξιών, από την οποία το ΠΑΣΟΚ θα βγει αποδυναμωμένο. Γιατί αν η απογοήτευση από την ηγεσία Ανδρουλάκη είναι τόσο μεγάλη και ευρεία, ώστε έξι υποψήφιοι να διεκδικούν τη διαδοχή, γιατί δεν συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για να παραμερίσουν φιλοδοξίες και να τον αμφισβητήσουν συγκροτημένα; Επειδή, πολύ απλά, πρυτάνευσαν οι εγωισμοί.

Ενδεχομένως δε το ΠΑΣΟΚ να βγει από τη διαδικασία αυτή και διχασμένο, εφόσον είναι μικρή η διαφορά με την οποία θα επανεκλεγεί ο σημερινός πρόεδρος. Γιατί, σκεφτείτε, πώς αυτοί οι οποίοι σήμερα ασκούν κριτική στην ηγεσία του κ. Ανδρουλάκη θα δεχτούν την επομένη να συνεργαστούν μαζί του; Μπορείτε να φανταστείτε, λ.χ., την κυρία Γιαννακοπούλου να συνυπάρχει μαζί του την επομένη, όταν τόσο καιρό τον επικρίνει με τόση δριμύτητα; Επίσης, ο ίδιος θα θέλει τη συνεργασία; Διατυπώνω την απορία επειδή ο σημερινός αρχηγός έχει τη φήμη ανθρώπου που αισθάνεται άνετα μόνο σε στενό κύκλο. Να προσθέσω ακόμα ότι η επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη κατά πάσα πιθανότητα δεν αναμένεται να εξάψει το ενδιαφέρον για το ΠΑΣΟΚ των δυνάμει ψηφοφόρων, δηλαδή εκείνων που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν και σήμερα ψηφίζουν άλλα κόμματα ή δεν ψηφίζουν καθόλου. Το λέω διότι αυτός είναι ο κ. Ανδρουλάκης, τα όριά του είναι πλέον γνωστά. Μην περιμένετε κάποιον άλλον αν νικήσει, ο ίδιος θα είναι.

Αυτό λοιπόν, που ελπίζω να κατάφερα να το εξηγήσω ικανοποιητικά, είναι το πρώτο που θα με απασχολούσε αν ανήκα σε εκείνους που αύριο θα ψηφίσουν. Το δεύτερο ζητούμενο θα ήταν το είδος της αυτονομίας που διεκδικεί το ΠΑΣΟΚ. Είναι σαφές ότι όλοι οι υποψήφιοι για την προεδρία ομνύουν στην πολιτική αυτονομία του ΠΑΣΟΚ. Για λόγους που είναι γνωστοί και αφορούν το μονοψήφιο σοκ στις εκλογές του 2015, η μνεία, ακόμη και αυτή η υπόνοια, του ενδεχομένου συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με άλλα κόμματα, ειδικά δε με τη ΝΔ, ισοδυναμεί με εσχάτη προδοσία. Αυτό για τους σημερινούς πασόκους είναι ταμπού. Μπορεί να το σκέφτονται – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σκέφτονται –, όμως δεν εκστομίζεται ποτέ και από κανέναν. Εκτός αν κάποιος θέλει να αυτοκτονήσει ως πασόκος. Το ερώτημα όμως είναι τι είδους αυτονομία πρέπει να επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ, κατά την κρίση πάντα ενός εκάστου των ψηφοφόρων. Να είναι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ μια άλλη εκδοχή του Κέντρου, ανταγωνιστική σε αυτή που προσφέρει η κυβέρνηση, ή μήπως να είναι μία άλλη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ; Προσωπικά, με βάση αυτό το κριτήριο θα επέλεγα. Αφού όμως δεν ψηφίζω, δεν υπάρχει λόγος να πω τι θα επέλεγα.