Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη – το ξέρω, το έχω νιώσει – από του γονιού που χάνει το παιδί του. Ακόμα κι άμα ήταν λεχούδι, βρέφος, ακόμα και αν ήρθε στον κόσμο για να πει ένα «γεια» και βιάστηκε να επιστρέψει «εν τόπω χλοερώ» όπως λένε οι Χριστιανοί, στο μηδέν καθώς ισχυρίζονται οι άθεοι. Πόσω μάλλον όταν ο θάνατος το παίρνει στον ανθό, στην εφηβεία του, στην πρώτη νιότη. Το ντύνουν στην κηδεία νύφη ή γαμπρό, μένουν στην κάμαρά του τα μετάλλια από αθλητικούς αγώνες, στο μπάνιο τα καλλυντικά της… Δεν υπάρχει πιο βίαιη ανατροπή της φυσικής τάξης, κατάλυση του ίδιου του νοήματος της ζωής. Δεν υπάρχει γονιός που αν του δινόταν η επιλογή, δεν θα προτιμούσε να πεθάνει ο ίδιος, έστω και με φρικτά βασανιστήρια, παρά το σπλάχνο του.
Το αποκορύφωμα του παραλόγου; Η ζωή συνεχίζεται. Στα τριήμερα, στα εννιάμερα οι κοντινότεροι φίλοι, συγγενείς, που άγρυπνοι σου συμπαραστάθηκαν, επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους. Κι εσύ, κενός στο κενό, δεν είσαι πλέον άνθρωπος. Είσαι μια πληγή που όσο κρυώνει, πονάει χειρότερα. Αν δεν αυτοκτονήσεις μία κι έξω ή σταδιακά, παραδομένος στο αλκοόλ είτε στις ουσίες, τι σου μένει να κάνεις; Τυχερός να έχεις άλλα παιδιά – δεν θα υποκαταστήσουν εκείνο που λείπει, θα σε κάνουν ωστόσο να ξανασηκωθείς στα πόδια σου για να τα φροντίσεις. Ευλογημένος να ασκείς ένα επάγγελμα που ειλικρινά αγαπάς, να του δοθείς με πάθος, να σου ανταποδώσει κάποια ψήγματα παρηγοριάς. Να βρεις μια αποστολή, έναν λόγο να αναπνέεις.
Η αγαπημένη μου δασκάλα, Αριστέα Τσιάπα, όταν έθαψε τον γιο της, αφοσιώθηκε στα ορφανά, στα ριγμένα σε ιδρύματα. Δεν μπορούσε λόγω ηλικίας να υιοθετήσει, έγινε όμως η καλή νεράιδά τους, η στοργή του Σαββατοκύριακου. Η Μάγδα Φύσσα τάχθηκε στον αγώνα εναντίον του νεοναζισμού – εμπρός στο κουράγιο, στη μαχητικότητά της υποκλίθηκε η Ελλάδα – την εξάρθρωση, τη δικαστική καταδίκη της μεταμφιεσμένης σε πολιτικό κόμμα συμμορίας τη χρωστάμε και σε εκείνη. Οι γονείς των νεκρών στα Τέμπη τι κάνουν; Ονομάζουν το φοβερό δυστύχημα δολοφονία. Πρόκειται προφανώς για σχήμα καθ’υπερβολήν. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι ένας άρρωστος νους προκάλεσε τη σύγκρουση των τρένων. Βαρύτατη αμέλεια έδειξαν οι σιδηροδρομικοί της βάρδιας, εξωφρενική ανευθυνότητα. Οσο για τους πολιτικούς τους προϊστάμενους, που περίμεναν να κατακάτσει ο κουρνιαχτός για να συνεχίσουν την καριέρα τους, ξεπέρασαν κάθε όριο οίησης. Συγκαλύφθηκαν στοιχεία; Θα αποδειχθεί στη δίκη. Εκείνο που ήρθε στο φως στα Τέμπη, το γνωρίζαμε ήδη. Το συγκαλύπτουμε, το ανεχόμαστε επί γενιές ολόκληρες ως κοινωνία. Είναι το εν δυνάμει θανατηφόρο πελατειακό μας σύστημα. Η νοοτροπία που διαπερνάει κυβερνώντες και κυβερνώμενους πως κάθε παράταξη έχει δικαίωμα να βολεύει τους δικούς της. Να εκμεταλλεύεται τις τρύπες του ΑΣΕΠ, να τους μεταθέτει σε πόστα απαιτητικότερα από τις ικανότητές τους, βεβαίως και πιο προσοδοφόρα. Λούφα και παραλλαγή λέγεται το έγκλημα των Τεμπών. Είναι διαρκές. Συλλογικό.
Οσοι θρηνούν – και θα θρηνούν για πάντα – δικούς τους ανθρώπους στα Τέμπη φτιάχνουν σωματεία. Οργανώνουν εκδηλώσεις μνήμης, τσακώνονται μεταξύ τους, στέλνουν εξώδικα, κάποιοι επιδιώκουν τη δημοσιότητα, οι άλλοι τους αναθεματίζουν, κάποιοι προσδοκούν δικαίωση – τι δικαίωση; Ακόμα και αν φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, ακόμα και αν εκσυγχρονιστεί εκ βάθρων το σιδηροδρομικό μας δίκτυο και γίνει απολύτως ασφαλές, εφάμιλλο του ιαπωνικού, οι αδικοχαμένοι τους δεν θα γυρίσουν πίσω.
Δεν κρίνεις όποιον τόσο πονάει. Δεν του κουνάς το δάκτυλο, δεν απαιτείς να μένει ψύχραιμος, να βάζει ή να μη βάζει στη συναυλία εισιτήριο, δεν τον κατηγορείς κι αν κομματίζεται κι αν ξεπερνά το μέτρο, το μέτρο που εσύ, ο μη πενθών, έχεις ορίσει. Στοιχειώδης σεβασμός ονομάζεται. Ο,τι θέλουν μπορούν να λένε και να κάνουν οι απαρηγόρητοι. Ο,τι τους μαλακώνει έστω κι ελάχιστα την πληγή. Οι υπόλοιποι ας σιωπούμε. Κι ας έχουμε επίγνωση της προσώρας καλής μας τύχης.