Πήγα και ανανέωσα το διαβατήριό μου (τέσσερις εργάσιμες ημέρες θα σας φάει, ενημερωτικά και όχι άσχημα). Η ισχύς του είναι μέχρι το 2034. Θα είμαι 56 ετών, σκέφτηκα στην επόμενη ανανέωση. Αν ζω ή τέλος πάντων αν δεν έχουμε προλάβει να αλληλοκαταστραφούμε μέσα σε ένα πυρηνικό πόλεμο ή μια μεγάλη, απότομη κλιματική καταστροφή. Κι όμως το προχώρησα λίγο παραπάνω σχεδόν φιλοσοφικά. Οι άνθρωποι παρά του γεγονότος πως ξέρουν τους ασύμμετρους κινδύνους πάνω από το κεφάλι τους, συνεχίζουν να σχεδιάζουν, να κάνουν πλάνα, να οργανώνουν το επόμενο βήμα τους. Κάτι σαν το «καλοτάξιδο» που μου είπε χαμογελώντας ο συμπαθής υπάλληλος στην υποδοχή διαβατηρίων που υπέγραψα το νέο μου – μα καλοτάξιδο; Προεξοφλώντας πως το διαβατήριο θα χρησιμοποιηθεί για ανέμελα ταξίδια Σαββατοκύριακου ή διακοπών εν γένει κι εν μέσω αποδεικτικών στοιχείων χαρούμενων στόρι στο Ινσταγκραμ.

Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω αναφέροντάς του το μόλις πρόσφατο άρθρο που διάβασα σε αμερικάνικο σάιτ για το νέο brain drain που ηλικίες δεν γνωρίζει και για το γεγονός πως πολλά εκ των διαβατηρίων που υπογράφει στον θηριώδη κατάλογο καφκικού χαρακτήρα δεν χρησιμοποιούνται ακριβώς για ταξίδια αναψυχής αλλά για μετακομίσεις μακράς διάρκειας σε χώρες που σέβονται τους εργασιακούς κανόνες και τον χρόνο του πολίτη. Είπαμε: Πάνω και πέρα από τη δυστοπία, υπάρχει μια επικράτεια αισιοδοξίας και θετικής σκέψης που δεν έχει ανάγκη self coach αλλά με αυτή έχουμε μάθει να πορευόμαστε και να κοιτάμε μπροστά. Ισως και με μια δόση κυνισμού και απανθρωπιάς. Ισως και με μια δόση ατομισμού. Γύρω μας τεράστιες ανισότητες, φτώχεια και ακόμη πιο γύρω μας λαοί που γενοκτονούνται όπως στη Γάζα, ή λιμοκτονούν ή μετακινούνται για κάτι καλύτερο μαζικά με μια τρύπια βάρκα ενός άκαρδου διακινητή. Οχι, «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», που έλεγε και το μεγάλο λαϊκό που προσφάτως έγινε viral για λάθος χορευτικό λόγο.

Ο κόσμος προχωρά με τον μικρόκοσμό του, με τα σχέδια που συγκεφαλαιώνει, με το εξοχικό που επισκευάζει, με τη μόνωση στην ταράτσα, το νέο έπιπλο, τη μικρή και μεγάλη προσδοκία που του δίνει τη δυνατότητα να μη δει το μεγάλο θολό κάδρο μα την ηλιαχτίδα που τρυπώνει από το διαμέρισμα. Τη νέα μέρα που ξεκινά. Μα πώς θα γινόταν αλλιώς; Σκέφτεστε έναν μέσο πολίτη που ξυπνάει με κράνος πολέμου, που κοιτά πυρετικά τα ξένα σάιτ για τις συρράξεις και τις αναφλέξεις ανά τον πλανήτη, που μοιρολογάει την ακινησία του λόγω των επικείμενων ή εν εξελίξει καταστροφών που τον έχουν βρει; Οπως η θετική σκέψη έχει ως μίνιμουμ προϋπόθεση ένα είδος κυνισμού, έτσι και το τέλμα ως δικαιολογία έχει ως μέτρο την πίστη πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Βέβαια ανάμεσα στη μικρή ατομική ευμάρεια και την ατομική επίσης δυστυχία παρεμβάλλεται το συλλογικό. Που όλο και περισσότερο το ξεχνάμε. Κι όμως στο έδαφός του υπήρξαν οι μεγαλύτερες κατακτήσεις.

Οι σημαντικότερες και ουσιαστικότερες διεκδικήσεις. Ανάμεσα στον πολίτη που ακροβατεί μεταξύ μικροδιευθέτησης και μικρομιζέριας, υπάρχει πάντα η πίστη στον δίπλα. Σήμερα όσο ποτέ έχουμε ταμπουρωθεί στα κινητά μας, δεν έχουμε καν όρεξη να μιλήσουμε. Και οι όποιες στοχεύσεις μας οριοθετούνται σε ένα μικρό γήπεδο. Οι πολιτικοί επιστήμονες το αναλύουν ως εποχή των «μικρών προσδοκιών» και ως νίκη της σταθερότητας. Από εκεί μπορεί πολλά να εξηγηθούν και για το σημερινό πολιτικό τοπίο.