Οταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωνε, τέτοιες μέρες πριν από 50 χρόνια, την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, δεν έκανε απλώς ένα «rebranding» ενός προδικτατορικού πολιτικού κόμματος. Επανίδρυε μια παράταξη πάνω σε διαφορετικά θεμέλια.

Ο ένας πυλώνας της προδικτατορικής Δεξιάς, η «εθνικοφροσύνη» (η συνέχιση, δηλαδή, του Εμφυλίου με κάπως ειρηνικότερα μέσα) κατεδαφίστηκε με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Ο δεύτερος, ο δυτικός προσανατολισμός, επαναπροσδιορίστηκε. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Καραμανλή δεν εκκινούσε από τον παθητικό  φιλοαμερικανισμό της αντικομουνιστικής Δεξιάς. Υπηρετούσε τη φιλοδοξία της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και δι’ αυτής σ’ έναν εκσυγχρονισμό της χώρας. Εμενε ο τρίτος πυλώνας, ο συντηρητισμός του παλαιού γυμνασιάρχη και του «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», τον οποίο είχε διακωμωδήσει και ατιμάσει, με την προδοσία της Κύπρου, η χούντα. Η ανανέωση, ο «εξευρωπαϊσμός» αυτού του συντηρητισμού, όμως, έμεινε ημιτελής. Κάπως «ντροπαλός» στα πρώτα χρόνια, μα αρκεί να ξαναδιαβάσει κανείς τις αγορεύσεις των εισηγητών της ΝΔ κατά τη συζήτηση της μεγάλης αλλαγής στο οικογενειακό δίκαιο, το 1983, για να τον δει να επανεμφανίζεται σε όλη του την τερατολογική μεγαλοπρέπεια. Τον απόηχό του ακούσαμε ξανά κατά την πρόσφατη συζήτηση για τα οικογενειακά δικαιώματα ζευγαριών του ίδιου φύλου.

Εστω κι έτσι, όμως, εκείνος ο ιδρυτικός ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός έδωσε στο κόμμα της ΝΔ μια αξιοσημείωτη αντοχή στον χρόνο και στις διακυμάνσεις, σε ποιότητα και συνέπεια προς τις ιδρυτικές αρχές, των επιγόνων του ιδρυτή. Αντοχή και έναντι της συχνής διολίσθησης του κόμματος σε ρόλο υποδειγματικά αντιμεταρρυθμιστικής δύναμης, που κάπου κάπου σύχναζε και στα μπαράκια του λαϊκισμού. Και ίσως να εξηγεί και την παράξενη αντοχή που επέδειξε η ΝΔ στη δοκιμασία της κρίσης.

Οταν τον Μάιο του 2012 το εκλογικό σώμα πέταξε στον αέρα την πολιτική τράπουλα κι άφησε τα φύλλα της να πέσουν όπως να ‘ναι (θυμηθείτε τα αποτελέσματα: ΝΔ 18,8, ΣΥΡΙΖΑ 16,8, ΠΑΣΟΚ 13,1 και ΑΝΕΛ 10,6), η μεν ΝΔ κατάφερε να ανασυνταχθεί και να εξελιχθεί σε κυρίαρχο κόμμα των πρώτων μετά την κρίση χρόνων. Το ΠΑΣΟΚ, αντίθετα, το κατεξοχήν κόμμα εξουσίας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έζησε με την αγωνία του πολιτικού θανάτου και μόλις τώρα, 12 χρόνια αργότερα, διεκδικεί κάτι από την παλιά του δόξα. Εξηγεί το ιδρυτικό DNA της ΝΔ αυτή την ασύμμετρη εξέλιξη; Μάλλον όχι. Είναι μάλλον οι συγκυρίες και το ιδιόμορφο δικό του DNA, ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο ατελές κοινωνικό συμβόλαιο των «ωραίων χρόνων», που όρισαν στο ΠΑΣΟΚ τη διαφορετική του μοίρα. Αλλά ίσως το κληρονομημένο της από το 1974 πολιτικό κεφάλαιο να έπαιξε κάποιον ρόλο στην αναγκαστική εξισορρόπηση του Αντώνη Σαμαρά, από τις αντιμνημονιακές μέρες του Ζαππείου στη συνεπή (μέχρι τουλάχιστον τις ευρωεκλογές του 2014) συνδιαχείριση των μνημονιακών βαρών.

Παραμένει, βέβαια, ως στίγμα στην ιστορία της ότι η ΝΔ, το 2010, πολιτεύθηκε με τρόπο διαμετρικά αντίθετο με τον τρόπο που πολιτεύθηκαν τα συγγενικά της κόμματα στις ομοιοπαθείς χώρες, την Ιρλανδία και προπάντων την Πορτογαλία. Οτι ενώ εκείνοι ανέλαβαν, ακόμη και ως αντιπολίτευση, ακόμη και απέναντι σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, την αυτονόητη ευθύνη της συναίνεσης και της συμμετοχής στα βάρη των πολιτικών λιτότητας, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία και η προσφυγή σε μια ταπεινωτική και επώδυνη «διάσωση διά της επιτροπείας», οι δικοί μας φλέρταραν ασυλλόγιστα με τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό. Αλλά τουλάχιστον εκδηλώθηκε για αυτή την αμαρτία μια  έμπρακτη μεταμέλεια. Και ειπώθηκε κι ένα «ουδείς αναμάρτητος».

Δεν συνέβη το ίδιο για τη μοιραία πενταετία 2004 – 2009 και προπάντων για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της περιόδου 2007 – 2009. Τότε που το  έλλειμα, από τον στόχο του 2%, εκτοξεύθηκε στο 15,8% και το δημόσιο χρέος από 185 δισ. το 2004 βρέθηκε στα 298 δισ. Το κόμμα «του μέτρου και της Ευρώπης» κυβέρνησε ως πηδαλιούχος δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Και αυτός παραμένει ένας (εμφανέστατος)  σκελετός στη (διαφανή) ντουλάπα και της σημερινής ΝΔ. Η τροχοπέδη στις εκσυγχρονιστικές της φιλοδοξίες.

Το γεγονός ότι η επαχθής κληρονομιά των χρόνων της ανέμελης δημοσιονομικής ανευθυνότητας παραμένει εκκρεμής, ένα ταμπού που κανείς δεν αγγίζει, ένας λεκές που κανείς δεν καθαρίζει, μια υπόθεση που μένει εκτός συζήτησης και εκτός λογοδοσίας, δεν θα μπορούσε να είναι δίχως συνέπειες. Στις οποίες σκοντάφτει τώρα, μπροστά στα μάτια μας, η κυβέρνηση. Κι όσο τα πράγματα παραμένουν έτσι, θα είναι δύσκολο να συγκροτηθεί, στο εσωτερικό της και γύρω από αυτήν, μια πλειοψηφία υποστήριξης εξαγγελιών «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού» ή μιας πολιτικής «λελογισμένων παροχών και μεγάλων μεταρρυθμίσεων», σαν αυτή που έχει εξαγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Κανείς δεν θα έπρεπε να επιχαίρει για αυτό. Είναι κακό για τη χώρα. Μα επειδή, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται το κενό (και η πολιτική ακόμη περισσότερο) όσο διαρκεί αυτή η δέσμευση της ΝΔ από τις παλιές αμαρτίες που κρύβει κάτω από το χαλί και που υπονομεύουν την εκσυγχρονιστική της αξιοπιστία, θα μπορούσε να είναι και μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ, που αύριο ψηφίζει, να επιστρέψει στον έναν από τους δύο ρόλους που έχει διεκδικήσει στη σκηνή της Μεταπολίτευσης. Τον ρόλο του αυθεντικού μεταρρυθμιστή.