Η Ευρώπη ζει μια τεραστίων μεγεθών εκλογική μετατόπιση. Παντού, η Ακροδεξιά σαρώνει. Αποτελεί την ορμητικά ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Το πλέον αξιοσημείωτο είναι η επιρροή που ασκεί στα λαϊκά στρώματα. Στις λαϊκές γειτονιές που παλιότερα ήταν απούσα, τώρα ο θρίαμβός της είναι εκκωφαντικός.
Η Κεντροαριστερά, αντίθετα, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυναμική. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, ενωμένη αντιστέκεται. Αλλού βρίσκεται σε στασιμότητα ή καθοδική τροχιά. Στην Ελλάδα είναι διαιρεμένη και αναιμική. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το εκλογικό ακροατήριο της Κεντροαριστεράς (αν αθροίσουμε ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά) κινείται μετά βίας στο 25%.
Πιο ανησυχητική ακόμη είναι η αποσύνδεση από τους αδύναμους. Στις αρχές του 20ου αιώνα η τίγρη στη μηχανή της Αριστεράς ήταν η εργατική τάξη και οι απόκληροι. Στη συνέχεια, η νικηφόρα μεταπολεμική συνταγή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε η συμμαχία των «μη προνομιούχων». Τι εκπροσωπούν σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες; Κυρίως μεγαλύτερων ηλικιών μορφωμένα μεσαία στρώματα των πόλεων.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ίσως ακόμη χειρότερα. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τα μόνα κόμματα που υπερ-αντιπροσωπεύονται στο πιο εύπορο κομμάτι της κοινωνίας, δηλαδή σε αυτούς που δηλώνουν πως ζουν καλά και έχουν την ικανότητα να αποταμιεύουν χρήματα, όπως μας δείχνει η τελευταία έρευνα της εταιρείας Prorata (Σεπτέμβριος 2024).
Αντίθετα, η Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ είναι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα στους πιο αδύναμους, σε αυτούς που δεν τα φέρνουν βόλτα, που ζουν με την αγωνία να βγει ο μήνας και δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς. Στην Αριστερά, σήμερα, το μόνο πραγματικά λαϊκό κόμμα είναι το ΚΚΕ. Δεν χρειάζεται, προφανώς, να επιχειρηματολογήσουμε γιατί οι πιο αδύναμοι αναζητούν πολιτική στέγη στον Περισσό και όχι στα σπίτια του Κασσελάκη. Στον ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσιολαγνεία τους οδηγήθηκαν στον εξευτελισμό.
Κι οι διαδικασίες εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ δεν ανέτρεψαν την εικόνα της μεγάλης αποσύνδεσης. Διόλου παράξενο! Εδώ και μήνες στο ΠΑΣΟΚ όλα γυρίζουν, κουραστικά, γύρω από αυτοαναφορικά ερωτήματα: ποιος είναι πιο πρωθυπουργήσιμος, ποιος θα κάνει το ΠΑΣΟΚ ξανά μεγάλο – ό,τι ζήσαν στον ΣΥΡΙΖΑ ένα χρόνο πριν δηλαδή. Κατανοώ, πως στο ΠΑΣΟΚ έχει επιστρέψει η ελπίδα να διαδεχθούν τον ΣΥΡΙΖΑ καταρχήν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη συνέχεια να στοχεύσουν για παραπάνω. Ο κομματικός πατριωτισμός και η αισιοδοξία παίρνουν τη θέση της απογοήτευσης που κυριαρχούσε για μια δεκαπενταετία σχεδόν.
Μήπως όμως έτσι από τον κασσελάκειο ναρκισσισμό, περάσαμε σε μιας άλλης μορφής ναρκισσισμό, το συλλογικό ναρκισσισμό του ΠΑΣΟΚ; Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε μας λένε. Ε και; Είμαι σίγουρος για το ποια θα ήταν η απάντηση των λαϊκών ανθρώπων αλλά λέω να μην τη γράψω, δεν γράφεται.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Το πρόβλημα για τη σημερινή Κεντροαριστερά δεν είναι ότι εκφράζει τους κερδισμένους της Μεταπολίτευσης ή έστω ένα τμήμα αυτών αλλά ότι φοβάται να εκφράσει και τους άλλους: τους «κάτω». Χωρίς καλά – καλά να το αντιληφθεί η Κεντροαριστερά εγκατέλειψε σταδιακά τις κοινωνικές της τάξεις και τον αξιακό της πυρήνα: την αναδιανομή και την ισότητα. Δείχνει δειλία και δουλοπρέπεια απέναντι στον μεγάλο πλούτο. Η ξιπασιά της όταν κάθεται στα σαλόνια της μπουρζουαζίας δεν περιγράφεται. Φοβάται να μιλήσει για φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας. Ούτε λέξη πως θέλει να αλλάξει (έστω λίγο) τον κόσμο, φοβάται μην την κακοχαρακτηρίσουν. Εντέλει, αδυνατεί να πολιτικοποιήσει το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας στους «κάτω» που στρέφονται αλλού.
Δεν είναι πρόβλημα πολιτικής ατολμίας ή αδυναμία σχεδίου. Είναι βαθύτερο. Είναι η ιδεολογική ηγεμονία του αντιπάλου της, που την έβαλε στη γωνία. Είναι το τραύμα του ’89 που ενίσχυσε ήδη ισχυρά κόμπλεξ κοινωνικής κατωτερότητας. Βλέπετε, οι κυρίαρχες τάξεις έχουν χίλιες λέξεις και αναρίθμητες εικόνες για να πουλάνε τους εαυτούς για σπουδαίους (αξιοκρατία, αριστεία και άλλα παραμύθια).
Τριάντα πέντε χρόνια ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού διαμόρφωσαν μια κουλτούρα ηττοπάθειας στην Κεντροαριστερά και υποτίμησης των αξιών της. Αρκεί να δει κανείς τους «πρώην». Πάντοτε η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της τροφοδοτούσε με πρώην δικούς της τη δημόσια σφαίρα. Είναι η πρώτη φορά, όμως, που οι πρώην έχουν τέτοια έπαρση, που φτάνει στα όρια του θράσους. Τουλάχιστον παλιότερα ντρέπονταν κάπως. Σήμερα μας κουνάνε και το δάκτυλο.
Οπως οι βραχμάνοι που αισθάνονται πως μολύνονται από τους ανέγγιχτους, οι κεντροαριστεροί προτιμούν να σπαταλούν τις ώρες τους στα σόσιαλ μίντια, στα κανάλια ή στο Κολωνάκι λέγοντας κοινοτοπίες και γλείφοντας τους ισχυρούς. Δυσκολεύονται να συμπαρασταθούν στους αδικημένους όταν η αδικία γίνεται ανυπόφορη, πόσο μάλλον να σταθούν δίπλα τους. Κάπως έτσι, η Κεντροαριστερά κινδυνεύει να απωλέσει οτιδήποτε θυμίζει Αριστερά.
Τελικά, η μεγαλύτερη επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού ήταν να ασπάζονται τις αξίες του και τον τρόπο ζωής του, αυτοί που λένε πως αντιμάχονται τις πολιτικές του.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας