Από πολλούς μήνες, ιδίως από τη στιγμή της χερσαίας εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα, σχεδόν πανταχόθεν ασκείται δριμεία κριτική προσωπικά στον Νετανιάχου – σε κάποιες χώρες και από κάποιες πλευρές βέβαια τα δεδομένα κίνητρα την καθιστούν εκ προοιμίου έτσι κι αλλιώς μη υπολογίσιμη. Ομως πουθενά αυτή η κριτική δεν υπήρξε σκληρότερη από ό,τι μέσα στο ίδιο το Ισραήλ από πρόσωπα και φορείς που αντιτίθενται στην πολιτική του. Και βέβαια από πουθενά δεν υπήρξε και κίνδυνος για την κυβέρνησή του παρά μόνον από την ίδια του τη χώρα και τον λαό της, όπου σε ορισμένες ειδικά περιόδους η αποδοχή του έπεσε στα τάρταρα – και αυτό μάλιστα ήδη πριν από την τρομοκρατική τραγωδία του περασμένου Οκτωβρίου και πολύ περισσότερο μετά: τόσο ακριβώς επειδή αυτή η πρωτοφανής τραγωδία κατέστη δυνατό να συμβεί, όσο και για τους τρόπους αντίδρασης που προκάλεσαν εξαιρετικά φορτισμένη σύγκρουση στη δημόσια συζήτηση στο Ισραήλ. Ομως, τώρα, η εικόνα φαίνεται να μεταβάλλεται – ή τουλάχιστον να έχει βελτιωθεί κάπως για τον ίδιο: το κλίμα γι’ αυτόν φαίνεται να αλλάζει θετικά. Και αν αυτό σταθεροποιηθεί, το ερώτημα θα είναι απλό: γιατί;

Η προφανής απάντηση θα ήταν βέβαια ότι ο Νετανιάχου δείχνει να τα βγάζει πέρα: ότι η πολιτική του προφανώς και αποδίδει. Ομως, σε ένα τόσο βαθύ πρόβλημα και υπό τόσο ακραίες συνθήκες, με μία κοινή γνώμη που παίζει κυριολεκτικά τη ζωή της, το προφανές και το εύκολο δεν είναι αυτά που μετράνε. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται εκεί. Οι αντιρρήσεις στην πολιτική του δεν είχαν ως κύρια βάση κάποιον φόβο υποτιθέμενης ενδεχόμενης ήττας και μιας αντίστοιχης καταστροφής. Ο χαρακτήρας τους ήταν (και, αν και πιο περιορισμένα, παραμένει ακόμα) εντελώς διαφορετικός. Αυτό όμως που αλλάζει πλέον και δείχνει να πείθει τώρα περισσότερο την κοινή γνώμη της χώρας είναι ότι γίνεται κατανοητό ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή μετά τη φρικτή τρομοκρατική επίθεση του περασμένου Οκτωβρίου, από την οποία πέρασε ήδη ένας χρόνος. Οτι η αντίδραση αυτή ήταν στην πραγματικότητα μονόδρομος. Εκτός κι αν το Ισραήλ ήθελε να παραδοθεί στη Χαμάς, στη Χεζμπολάχ και, στο βάθος, στον κύριο χρηματοδότη και κύριό τους, το Ιράν. Αν ήθελε να δείξει ότι τέτοιες και χειρότερες επιθέσεις μπορούν να επαναληφθούν ελεύθερα. Γιατί αυτό και μόνο θα σήμαινε να μην προχωρούσε σε επιχειρήσεις ολοκληρωτικής εξάλειψης της τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε μετατρέψει τη Γάζα σε μία τεράστια, εξαιρετικά οργανωμένη δαιδαλώδη υπόγεια βάση επιθέσεων κατά του Ισραήλ, με αμυντικό της σύστημα τους αμάχους που η ίδια είχε καταστήσει ομήρους ως ανθρώπινες ασπίδες της. Αυτό έπρεπε να κάνει; Να παραδοθεί οριστικά στους στυγνούς δολοφόνους που επισήμως έχουν θέσει ως στόχο ζωής να το σβήσουν από τον χάρτη;

Ολα αυτά γίνονται πλέον κατανοητά παντού. Οχι μόνον από την ισραηλινή κοινή γνώμη, στο τμήμα της εκείνο που αντιδρούσε σκληρά. Παρά τις φωνές, εξίσου κατανοητά γίνονται και από τις άλλες δυτικές κυβερνήσεις, ιδίως σε επιχειρησιακό επίπεδο. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει τώρα και με τις επιχειρήσεις κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Η υπέροχη αυτή χώρα της Μέσης Ανατολής βιώνει εδώ και δεκαετίες την τραγωδία να έχει καταληφθεί ουσιαστικά από αυτή την υπερμεγέθη σκληρή φασιστική ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση, με πρώτο της θύμα τους ίδιους τους Λιβανέζους. Πολλοί εξ αυτών, εξόριστοι και μη από τη γη τους λόγω των τρομοκρατών που έχουν καταπιεί κυριολεκτικά τη χώρα τους, βλέπουν σε όλα αυτά μία ελπίδα, μία πιθανότητα να απαλλαγεί επιτέλους ο Λίβανος από την κατοχή της Χεζμπολάχ. Και εξεγείρονται από το γεγονός ότι ο εθνικός στρατός της χώρας ενεπλάκη στη σύγκρουση.

Ως προς την τακτική, το σχέδιο των Ισραηλινών, να τελειώσουν πρώτα με τη Χαμάς για να επιτεθούν μετά στη Χεζμπολάχ, υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικό: απέφυγαν τους κινδύνους του διμέτωπου πολέμου, ο οποίος δείχνει μάλλον να έχει ήδη κριθεί. Και αυτό είναι υπέρ όλης της Δύσης. Που, όσο κι αν φωνάζει, το ξέρει και είναι υποκριτικά ευτυχής γι’ αυτό: ότι άλλοι κάνουν (και) τη (δική της) δουλειά.