Ο Αβερρόης δουλεύει τα κείμενά του πάνω στον Αριστοτέλη κι ολόγυρά του ευωδιάζει ένας ολάνθιστος κήπος, γουργουρίζουν ερωτευμένα περιστέρια και κελαρύζουν δροσερά νερά, πλημμυρίζοντας μ’ ευγνωμοσύνη τα προαιώνια κύτταρα μιας μνήμης από άνυδρες αραβικές ερήμους· πιο πέρα κυλά ο Γουαδαλκιβίρ, η αγαπημένη του Καρδούη, η Γρανάδα, κι οι εκτάσεις που αργότερα θα λέγονται Ισπανία. Δεκατέσσερις αιώνες τον χωρίζουν από τον Αριστοτέλη που μελετά με τόση αφοσίωση, και δώδεκα αιώνες τον χωρίζουν από εμάς που του οφείλουμε τον Αριστοτέλη. Επί οκτώ ολόκληρους αιώνες, αραβικά κύτταρα σαν τα δικά του έσπειραν έναν μοναδικό πολιτισμό στη χώρα που έγινε Ισπανία, κι εννιά αιώνες χωρίζουν εμάς από την εκδίωξή τους από τη χώρα αυτή. Χρονολογίες, παρελθόν, επίσημη κι ανεπίσημη Ιστορία. Και μνήμες, ως επί το πλείστον θαμμένες η μία κάτω από την άλλη.
Στο υπέροχο διήγημά του «Η Αναζήτηση του Αβερρόη», ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (φωτογραφία) γράφει ότι «η μοίρα είναι πανίσχυρη κι ανόητη, συγχρόνως αθώα και απάνθρωπη» και ο χρόνος «γκρεμίζει τα παλάτια αλλά πλουτίζει τους στίχους». Σήμερα, οι μοίρες των λαών και των τόπων και ο χρόνος που γκρεμίζει αφήνοντας πίσω τις ιστορίες τους, ενώνονται σε κάτι πανίσχυρο κι ηλίθιο, αθώο και απάνθρωπο, που λέγεται τουρισμός.
Δοκιμάστε να αισθανθείτε τους χώρους, τους ήχους, τα αρώματα της Αλάμπρα με δέκα ξεναγούς να εξηγούν σε αντίστοιχες γλώσσες πού βρίσκονται οι τουαλέτες. Προσπαθήστε να ακούσετε το παράπονο των αιώνων κάτω από τις αψίδες του τζαμιού που έγινε ο καθεδρικός της Κόρδοβα, ενώ στριμώχνεστε ανάμεσα σε μια ομάδα νεαρών κοριτσιών που βγάζουν σέλφι με σουρωμένα χειλάκια και φόντο το τίποτα. Κάντε μια προσπάθεια να κάτσετε στο πέτρινο παγκάκι εκείνης της ήσυχης πλατείας στη Ρόντα και να αφεθείτε στον ήχο του μικρού σιντριβανιού (ίδιον μ’ εκείνον που άκουγε ο Αβερρόης), ενώ στον απέναντι στενό δρόμο τρία τεράστια πούλμαν ξεβράζουν τους επιβάτες τους. Πασχίστε να καταλάβετε την απάνθρωπη αθωότητα της ανθρώπινης Ιστορίας και να διακρίνετε τα θαμμένα ίχνη της, ενώ ολόγυρά σας άνθρωποι σαν εσάς, ίδιοι με εσάς, κραδαίνουν τα κινητά τους επιδιώκοντας ό, τι κι εσείς: να δουν. Επιδιώκουν, και δεν το καταφέρνουν.
Γιατί αυτό που ξεκίνησε σαν μια υπέροχη και περίπου αποκλειστική περιπέτεια ολίγων προνομιούχων περιηγητών, είναι σήμερα δικαίωμα όλων. Ευτυχώς. Θέλουμε όλοι πια να ταξιδέψουμε, να μάθουμε, να δούμε, και καλά κάνουμε. Καλά κάνουμε, μόνο που είμαστε τόσοι πολλοί. Τόσοι πολλοί ώστε αυτό που τελικά καταφέρνουμε να δούμε είναι μόνο εμάς τους ίδιους, τους μικροϊδιοκτήτες ενός λαίμαργου κενού παρόντος, τους κομιστές φωτογραφιών και βίντεο που θα κοιτάζουμε αργότερα, θαυμάζοντας την ποιότητα των πίξελ μας. Πασχίζουμε κάτι να καταλάβουμε, να νιώσουμε, ν’ αρπάξουμε από τα σπαράγματα του αθώου κι απάνθρωπου χρόνου, όμως ο χρόνος μας ξεφεύγει κι αιωρείται άπιαστος: ίσως μόνο κάποιες στιγμές της πρώτης αυγής, όταν τα πουλιά ξεμουδιάζουν τις φτερούγες τους και κάνουν κύκλους πάνω στα αρχαία μάρμαρα και ψηφιδωτά, ίσως μόνο κάποιες ώρες που οι πύλες εισόδου είναι ακόμα κλειστές κι οι λιθόστρωτοι δρόμοι άδειοι κι οι καλοί άνθρωποι κοιμούνται κουρασμένοι στα τεράστια ξενοδοχεία τους, ίσως μόνο τότε ο χρόνος δέχεται να κατακάτσει, για λίγο, πάνω στα χνάρια του.
«Θέλησα να διηγηθώ την ιστορία μιας ήττας», γράφει ο Μπόρχες για τον Αβερρόη του. Για «την περίπτωση ενός ανθρώπου που ψάχνει έναν στόχο που δεν είναι κρυμμένος στους άλλους, αλλά μόνο σ’ αυτόν τον ίδιο». Η ήττα του παρόντος μας είναι ότι τόσο πολλά περνούν από μπροστά μας και τόσο λίγα καταφέρνουμε να δούμε. Είναι κρυμμένα, σ’ εμάς. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι εκεί: Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι (όπως πίστευε ο Τζόναθαν Σουίφτ για τις βιβλιοθήκες) «κάποιο είδος πνεύματος υπερίπταται πάνω από το μνημείο, κάποιο ανήσυχο πνεύμα το στοιχειώνει». Οτι κάποιο κύτταρο αιώνιο, νοσταλγικό, παραμένει διακριτικά παρόν πάνω από τα μέρη που δημιούργησε. Τα κινητά μας δεν θα το φωτογραφίσουν ποτέ, αλλά ίσως εμείς βρούμε κάποτε τον τρόπο να το ξανασυναντήσουμε.