Ο Αλκης Καφετζής είναι ειδικός στην κατάρτιση και υλοποίηση εκστρατειών και ερευνών για θέματα στέγασης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Πιο λιανά: στη συζήτηση για τη στέγη, τα υψηλά ενοίκια και τις επιδράσεις τους στην πόλη, ο Καφετζής είναι ένας εκ των πιο κατάλληλων επιστημόνων για να μιλήσουν για το θέμα που απασχολεί τον μέσο πολίτη και που διαπερνά και την προβληματική των κομμάτων. Η πρόσφατη διημερίδα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη στέγη μάς έδωσε το ερέθισμα για μια συζήτηση.
Συνδέεται το πρόβλημα της στέγης με τις ανισότητες στην πόλη;
Σαφώς και συνδέεται. Το σπίτι μας, πέρα από τις συνθήκες διαβίωσης ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του, ορίζει και πολλά άλλα πράγματα. Ορίζει πού και πώς κινούμαστε μέσα στην πόλη. Ορίζει σε πόσες και ποιες υποδομές (σχολεία, πράσινους χώρους, δομές υγείας κ.ά.) έχουμε πρόσβαση. Ορίζει τη σχέση μας με τη γειτονιά και τους ανθρώπους με τους οποίους τη μοιραζόμαστε. Και αυτή την περίοδο, εξαιτίας των τεράστιων επενδύσεων στην αγορά κατοικίας αλλά και στην αγορά γης, ιδιαίτερα στο κέντρο των μεγάλων πόλεων, οι ισορροπίες στις πόλεις και τις γειτονιές αλλάζουν. Περιοχές που πριν ήταν αμιγούς κατοικίας, μ’ ένα πολυσυλλεκτικό προφίλ ανθρώπων και δραστηριοτήτων, μετατρέπονται ταχύτατα σε πεδίο δραστηριοποίησης μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων. Και επειδή δεν υπάρχει καμία εξισορροπητική δύναμη, απαιτούνται όλο και περισσότερα χρήματα για να έχουν οι κάτοικοι πρόσβαση στη ζωή που είχαν μέχρι προσφάτως. Οσοι και όσες έχουν χρήματα συνεχίζουν να παίζουν σε αυτό το παιχνίδι δίχως πάτο, ενώ άλλοι/άλλες αναγκάζονται να μετακομίσουν ή να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι. Και στις τρεις περιπτώσεις η πρόσβασή τους στην πόλη και στις υποδομές της έχει γίνει πιο δύσκολη.
Πώς δημιουργήθηκε το θέμα «στέγη»;
Βάζετε ένα τεράστιο ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί στα γρήγορα. Για αρχή θα πω ότι ευθύνονται όσα πέρασε και συνεχίζει να περνάει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης. Εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα πήγαν στα χέρια τραπεζών και επενδυτικών κεφαλαίων ανοίγοντας τον δρόμο για την εμπορευματοποίηση της κατοικίας στην Ελλάδα, ενώ το εισόδημα και η περιουσία του μεγαλύτερου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας συρρικνώθηκαν συνταρακτικά. Σ’ αυτές τις δύο συνθήκες η βραχυχρόνια μίσθωση λειτούργησε τελικά ως «δούρειος ίππος» ανατρέποντας ισορροπίες σε πολυκατοικίες καθώς έγινε όχημα για τη μεγιστοποίηση του κέρδους στον κλάδο της κατοικίας, τάση που μεγεθύνθηκε ακόμα περισσότερο με την εκτίναξη των τουριστικών ροών και την επιλογή της Ελλάδας ως χώρας μεσοπρόθεσμης διαμονής από ανθρώπους με εισοδήματα δυτικού κόσμου.
Ωστόσο, ο παράγοντας που θα επιλέξω να βάλω στο στόχαστρο του «ποιος φταίει;» είναι οι βασικές κυβερνητικές επιλογές, πολύ απλά γιατί διαχρονικά χαρακτηρίζονται από την απουσία ουσιαστικής παρέμβασης στον χώρο της κατοικίας. Τα πράγματα όμως γίνονται ακόμα χειρότερα τα τελευταία χρόνια, καθώς σχεδόν στο σύνολό τους οι κυβερνητικές επιλογές είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένες σε μέτρα που στοχεύουν στην ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη και διόγκωση της αγοράς, άμεσα (π.χ. μέσα από το πρόγραμμα «Σπίτι μου 1 και 2») αλλά και έμμεσα (π.χ. μέσα από τα μεγάλα έργα αστικών αναπλάσεων). Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη όταν δούμε ότι ακόμα και φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα συμμετέχουν στην τάση εμπορευματοποίησης των ακινήτων, παραχωρώντας τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους σε ιδιωτικά κεφάλαια που αλλάζουν τη χρήση τους με στόχο την αποκόμιση όλο και μεγαλύτερων κερδών.
Το gentrification οδηγεί στα υψηλά ενοίκια ή τα υψηλά ενοίκια οδηγούν στο gentrification;
Ο εξευγενισμός μιας περιοχής (gentrification) μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι σε πολλές περιπτώσεις ξεκινάει από τη δραστηριοποίηση σε μια περιοχή καλλιτεχνών που, όσο εναλλακτική ζωή και αν κάνουν, δεν παύουν να αυξάνουν την ελκυστικότητα μιας περιοχής και άρα το επενδυτικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Το ίδιο μπορεί να συμβεί επειδή μια περιοχή έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ελκύουν επισκέπτες, όπως τα Εξάρχεια, ή επειδή σε μια περιοχή έγιναν έργα ανάπλασης, όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος που αύξησε το ενδιαφέρον για όλες τις περιοχές στην περιφέρειά του. Η ερώτηση που εύλογα προκύπτει είναι γιατί να είναι όλα αυτά αρνητικές περιπτώσεις. Και θα έλεγα πως δεν είναι όταν τα δούμε απομονωμένα. Γίνονται όμως πρόβλημα όταν, λόγω απουσίας πλαισίου προστασίας και ρύθμισης, διαμορφώνουν καινούργιες και πιο βαθιές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μη εχόντων και εχόντων.
Ποια είδους στρατηγική μπορεί να υπάρξει σε σχέση με το απόθεμα κατοικιών σε μια πόλη;
Οι προηγούμενες απαντήσεις μου νομίζω ότι έχουν ήδη δώσει λίγο ως πολύ το στίγμα των λύσεων που πρέπει να δώσουμε. Kατοικίες υπάρχουν στην Ελλάδα. Το βασικό όμως θέμα είναι ότι όλο και περισσότερες αφαιρούνται από το οικιστικό απόθεμα και γίνονται αντικείμενο επενδυτικών δραστηριοτήτων, τη στιγμή που χτίστηκαν για να εξυπηρετούν αποκλειστικά κατοίκους. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι η ρύθμιση αυτών των επενδυτικών δραστηριοτήτων, ώστε να προστατευτεί το δικαίωμα στην κατοικία. Ακολουθώντας αυτό το πνεύμα, χρειάζεται σίγουρα να προστατεύσουμε ξανά την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς, να ρυθμίσουμε ουσιαστικά και όχι μόνο φορολογικά τη βραχυχρόνια μίσθωση, όπως και τις μεγάλες επενδύσεις στην κατοικία, και να δούμε συνολικά τον σχεδιασμό του χώρου στις πόλεις μας, ώστε να μπει ένα όριο στην τουριστικοποίησή τους.
Υπάρχουν παραδείγματα ευρωπαϊκών πόλεων όπου υπήρξε μια σοβαρή επαναρύθμιση;
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα παρεμβάσεων του Δημοσίου στη στέγαση σε άλλες χώρες, από τα οποία μπορούμε να πάρουμε έμπνευση και εμπειρία. Μπορούμε π.χ. να δούμε την Ολλανδία, όπου εφαρμόζεται ένα σύστημα πόντων για τον καθορισμό του ενοικίου σε ενοικιαζόμενες κατοικίες συγκεκριμένης κατηγορίας και μπαίνει ένα ανώτατο όριο, ή τη Βαρκελώνη, που ανέπτυξε εξειδικευμένο πλάνο για τη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων ανά περιοχή ανάλογα με τον βαθμό της τουριστικής πίεσης που δέχεται, ή τη Βιέννη, που περιόρισε την πρόσβαση των επενδυτών σε ακίνητα που είναι κατάλληλα για οικονομικά προσιτή κατοικία και κατέστησε πρακτικά αδύνατη την κερδοσκοπία. Πέραν όμως της παράθεσης τέτοιων περιπτώσεων, χρειάζεται να τονιστεί ότι μια πραγματικά κοινωνική πολιτική στη στέγαση απαιτεί έναν δημόσιο τομέα που θα έχει τους πόρους, την επιστημονικότητα, το νομικό οπλοστάσιο και πάνω απ’ όλα την πολιτική υποστήριξη ώστε να μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην παρακολούθηση και διαχείριση της αγοράς.
- ΕΙΠΕ Kατοικίες υπάρχουν στην Ελλάδα. Το βασικό όμως θέμα είναι ότι όλο και περισσότερες
αφαιρούνται από το οικιστικό απόθεμα και γίνονται αντικείμενο επενδυτικών δραστηριοτήτων,
τη στιγμή που χτίστηκαν για να εξυπηρετούν αποκλειστικά κατοίκους