Θα άξιζε τον κόπο να προβεί κανείς σε μια καταγραφή λέξεων ή και προτάσεων ακόμη, όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών, σε όποιο κόμμα και αν ανήκουν, ή έστω στα τρία βασικά, προκειμένου να μπορεί να τους τις επισείει όταν σε ένα ακόμη και μακρινό χρονικό διάστημα, που θα έχει αποδειχτεί πόσο καιροσκοπική υπήρξε η χρήση τους, υποχρεώνονταν με τον τρόπο αυτό να γίνουν πιο φειδωλοί και, επομένως, σεμνότεροι ως άνθρωποι στη χρήση τους.  Με κυριότερο ερώτημα πώς δεν κουράζονται ή και δεν ντρέπονται οι ίδιοι με την ασύστολη επανάληψή τους και κυρίως με την έλλειψη μιας διερώτησης από πλευράς τους γιατί θα γίνουν περισσότερο πειστικοί σε σχέση με τους συναδέλφους τους που χρησιμοποιούν τις ίδιες ακριβώς λέξεις και προτάσεις.

Ποιο είναι το στοιχείο που σε κάνει να διαφοροποιείσαι σε σχέση με όλους τους άλλους που τις χρησιμοποιούν, ενώ τις εκστομίζεις, τις λέξεις «προτάσεις», «τομές», «ρήξεις», «ανατροπές», όταν δεν έχεις δώσει όχι απλώς κανένα δείγμα γραφής ώστε να μπορούν να σου πιστωθούν ως ένα εκτιμητέο, γιατί έχει αποδειχθεί, προσόν, αλλά επιπλέον η εκφραζόμενη με τον τρόπο αυτό λεκτική πενία σε κάνει ουσιαστικά ανυπόληπτο ακόμη και σε όσους χειροκροτούν καθώς θα έχουν ξεχάσει σε λίγες μέρες όλα όσα έχεις πει και αν κάτι θα θυμούνται θα είναι μόνον τις λέξεις αυτές που αν και πιστεύεις ότι σε καταξιώνουν, στην ουσία σε εκθέτουν.

Σε περίπτωση ωστόσο που θα τολμούσε να αντιτείνει ένας πολιτικός ότι είναι η ιδεολογία του κόμματός του που κάνει τις δικές του λέξεις να ακούγονται σχεδόν πραγματοποιημένες όσον αφορά το περιεχόμενό τους σε σχέση με τις λέξεις ενός πολιτικού άλλου κόμματος, είναι βέβαιο πως θα εισέπραττε στην καλύτερη περίπτωση έναν ουρανομήκη καγχασμό καθώς όλες, μα όλες, οι ιδεολογίες χρειάζονται τους ανθρώπους ως ακέραιες προσωπικότητες ώστε να μην εκποιηθούν σε φλυαρία αλλά να αναδειχθούν στις πραγματικές ηθικές τους παραμέτρους – αν πραγματικά τις διαθέτουν. Παραμένει ωστόσο εντυπωσιακή η σύμπτωση ανάμεσα στα τρία τουλάχιστον κόμματα, να κυριαρχεί στη μάλλον εύκολα εξαντλήσιμη επιχειρηματολογική τους φαρέτρα, όπως απευθύνονται στο σύνολο των ψηφοφόρων τους, η πρόταση «να προχωρήσουμε μπροστά». Θα αποφαινόταν με βεβαιότητα κανείς πως δεν υπάρχουν πιο συκοφαντημένες λέξεις την τελευταία πενηντακονταετία στον χώρο της πολιτικής από τις λέξεις «μπροστά» και «μέλλον».

Με το να υπογραμμίζουν πως αυτό που αναπόφευκτα υπάρχει και αυτό που εξίσου αναπόφευκτα θα έρθει, μπορεί να προετοιμαστούν όπως κάθε τι που θα ήταν προβληματική η ύπαρξή του και αβέβαιος ο ερχομός του, έχουν την ευχέρεια να μεταβάλλουν το παρόν σε μια κερδοσκοπική δεξαμενή. Ετσι όπως οι παντοειδείς υποσχέσεις, όσο και αν έχουν διαψευστεί, μοιάζει να μπορεί να αναγεννηθούν, ή μάλλον να αναγεννιούνται διαρκώς από την τέφρα τους και η πάντα ματαιωμένη στο παρά πέντε ή στο παρά ένα πραγματοποίησή τους να μη χρεώνει στο παραμικρό όσους συνεχίζουν ανερυθρίαστα να τις μετέρχονται ως συμπολιτευτική ή αντιπολιτευτική παρακαταθήκη.

Βεβαίως η εξίσωση μοιάζει πολύ απλή και λέει πως δεν θα υπήρχαν οι εξαπατούντες αν δεν υπήρχαν οι πρόθυμοι να εξαπατηθούν. Το εντυπωσιακό δεν είναι οι ακατάβλητα ανανεούμενες δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων εις στο διηνεκές μάλιστα. Το απορίας άξιον είναι μια σχεδόν «μυστική» και χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά απολύτως συνεννόηση μεταξύ τους επικοινωνία, σε βαθμό μάλιστα που να προϋποθέτουν τελικά η μία κατηγορία την άλλη ώστε η εκ προοιμίου αυτή ανισότητα στις σχέσεις τους να μπορεί να εκτραχυνθεί χωρίς καμιά τους να θίγεται τόσο σε πολιτικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Σάμπως και ο προορισμός τους να έχει πολιτογραφηθεί ως προς τη σπουδαιότητά του από τα γεννοφάσκια τους ώστε δύο εκ των πραγμάτων διιστάμενες τάξεις όπως οι εξαπατούντες και οι εξαπατώμενοι να αλληλοσυμπληρώνονται για Κύριος οίδε ποιους ανομολόγητους και ανεξιχνίαστους στόχους. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά όταν η τόσο δύσκολη ως προς τη δυνατότητα της εξέλιξής της «ανθρώπινη φύση», φαίνεται η αλλαγή της να μην είναι παρά ένα παιχνιδάκι στα χέρια του οποιουδήποτε, ακόμη και ευκαιριακού, πολιτικού.