Η 10η Οκτωβρίου έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας. Στη χώρα μας για χρόνια η ιδιότητα του ψυχικά πάσχοντος συνοδευόταν από βαρύ στίγμα. Με τα χρόνια το στίγμα υποχώρησε – ως έναν βαθμό τουλάχιστον – και το ταμπού της αναζήτησης βοήθειας από έναν ειδικό στην ψυχική υγεία έσπασε. Στις παρέες, ιδίως όσων ανήκουν σε νεότερες γενιές, οι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα να αναφερθούν στην ψυχοθεραπεία που κάνουν. Την ίδια ώρα, οι πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην ψυχική υγεία του πληθυσμού, εντείνοντας την ανάγκη για υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Ομως, ενώ το ταμπού έσπασε κάπως και οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το δημόσιο σύστημα υγείας μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες, προσφέροντας ουσιαστική και αποτελεσματική υποστήριξη.
Οι ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν
Κατά την Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρο, πρώην διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ και πρόεδρο του Σωματείου Υποστήριξης του 18 ΑΝΩ, «η κοινωνική κατάσταση είναι τέτοια που προκαλεί φοβερή αναστάτωση στους ανθρώπους που δεν μπορούν να προγραμματίσουν το μέλλον τους, υπάρχει πολιτική, κοινωνική και κατ’ επέκταση ψυχολογική αστάθεια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βάλουν τη ζωή τους σε μία σταθερή βάση. Διανύουμε μία περίοδο όπου η ψυχική υγεία των ανθρώπων δοκιμάζεται και δυστυχώς αυτοί που σχεδιάζουν τις πολιτικές για την ψυχική υγεία την αντιμετωπίζουν σαν τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Λιγότερο ποσοστό για την ψυχική υγεία από ό,τι για την υγεία, λιγότερες δομές και πάρα πολλά λόγια».
Η Κατερίνα Μάτσα επισημαίνει ότι «τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι άνθρωποι είναι η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές. Ερχονται συχνά με κρίσεις πανικού, υπάρχει μια γενικότερη κατάσταση δυσφορίας στον πληθυσμό λόγω των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και που τους κάνουν να αισθάνονται ότι χρειάζονται βοήθεια. Επίσης έχουν αυξηθεί η κατανάλωση αλκοόλ, οι εξαρτήσεις από το Ιντερνετ και από τον τζόγο. Υπάρχουν επίσης πάρα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει μία οικογένεια, όπως περιστατικά κακοποίησης, μεγάλος βαθμός ενδοοικογενειακής βίας με μεγάλες επιπτώσεις στα άτομα που κακοποιούνται και στα ίδια τα παιδιά».
Ομως, η αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών για υπηρεσίες ψυχικής υγείας προσκρούει πάνω σε δομικά προσκόμματα. «Το βασικότερο πρόβλημα είναι η υποστελέχωση. Δηλαδή δεν υπάρχουν λειτουργοί της ψυχικής υγείας που να φροντίσουν τους ανθρώπους που παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα. Δεύτερον, δεν υπάρχουν δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας ψυχικής υγείας. Και είναι λυπηρό ότι και αυτές που υπάρχουν είναι φοβερά υποστελεχωμένες. Επιπλέον, ο νέος νόμος δεν προβλέπει καμία νέα δομή πρωτοβάθμιας φροντίδας ψυχικής υγείας», επισημαίνει η Κατερίνα Μάτσα, για να συμπληρώσει: «Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μειώνουν τρομερά το ποσοστό των δημόσιων δαπανών για την ψυχική υγεία, τη στιγμή που τα επίπεδα των ψυχικών διαταραχών αυξάνονται πάρα πολύ, ειδικά μετά τον Covid-19».
Αναμονές επιδεινώνουν το πρόβλημα
Οταν, όμως, τα ψυχικά προβλήματα που υπάρχουν σε αρχικό στάδιο δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν άμεσα και συστηματικά, η σταδιακή επιδείνωση του ασθενούς γίνεται, σε πολλές περιπτώσεις, μονόδρομος. Για τον λόγο αυτό, η έλλειψη δομών πρωτοβάθμιας υγείας αποτελεί ένα μεγάλο αγκάθι του δημόσιου συστήματος ψυχικής υγείας.
Σήμερα, ένα άτομο που χρήζει βοήθειας και υποστήριξης και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να τη λάβει ιδιωτικά μπορεί να πάει είτε στα δημόσια ψυχιατρικά νοσοκομεία είτε στο ψυχιατρικό τμήμα ενός δημόσιου νοσοκομείου, τους λεγόμενους ψυχιατρικούς τομείς γενικών νοσοκομείων που βρίσκονται σε όλα τα δημόσια νοσοκομεία. Ομως, εκεί θα συναντήσει μεγάλες αναμονές: «Τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία μπορεί να έχουν αναμονές δύο, τριών, ακόμη και τεσσάρων μηνών. Οταν ένας άνθρωπος έχει ένα ψυχιατρικό πρόβλημα, δεν μπορεί να περιμένει, γιατί το πρόβλημα επιδεινώνεται», σημειώνει ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ.
Ορατή είναι επίσης η έλλειψη δομών και στην περιφέρεια, αναγκάζοντας όσους χρειάζονται βοήθεια να διανύουν πολλά χιλιόμετρα προκειμένου να τη λάβουν. «Κάποιος που νοσεί στην Ηπειρο θα έπρεπε να πηγαίνει σε μία ψυχιατρική κλινική της Αρτας, των Ιωαννίνων, και όχι να πηγαίνει από Γιάννινα, Ρίο, Τρίπολη, Κόρινθο και να καταλήγει στην Αθήνα», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Μιχάλης Γιαννάκος.
Η πρόσφατη ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, και η διαμόρφωση του Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφύλαξη, ιδίως η κατάργηση ως αυτοτελών μονάδων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθήνας και του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, που θεωρείται ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στους ανθρώπους που παρακολουθούνταν εκεί. Οπως λέει χαρακτηριστικά η Κατερίνα Μάτσα, «το κράτος όχι μόνο δεν φτιάχνει δομές ψυχικής υγείας, αλλά καταστρέφει και τις υπάρχουσες. Υπάρχουν επείγουσες περιπτώσεις ψυχικής αιμορραγίας, βάζοντας πολλές φορές σε κίνδυνο τη ζωή ενός ανθρώπου. Τα μέτρα που έχουν ψηφιστεί για την ψυχική υγεία είναι καταστροφικά. Κλείνει ένα ψυχιατρείο χωρίς να υπάρχουν δομές στην κοινότητα και σε αυτό παρακολουθούνταν ασθενείς οι οποίοι είχαν νοσηλευτεί. Αυτοί τι θα γίνουν; Θα πάνε στον Ευαγγελισμό όπου έχουν ράντζα; Ολα τα ψυχιατρικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων έχουν ράντζα. Είναι τρομερό να πάσχεις ψυχικά και να είσαι σε ένα ράντζο. Και να είσαι δεμένος. Είναι τρομερή η εξαθλίωση στην οποία καταδικάζονται οι άνθρωποι που πάσχουν ψυχικά».
Από την άλλη, ούτε και οι δωρεάν γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματική πλαισίωση, καθώς, όπως σημειώνει η Κατερίνα Μάτσα, «ο θεσμός αυτός δεν έχει παράδοση στην Ελλάδα και οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη δεν καταφεύγουν εύκολα στην αναζήτηση βοήθειας μέσα από το τηλέφωνο. Οι γραμμές αυτές παρέχουν μονάχα μια επείγουσα αντιμετώπιση έχοντας υποστηρικτικό ρόλο».
Η ίδια διευκρινίζει επίσης πως μέρος του «κενού» καλύπτεται από αυτοοργανωμένες δομές που λειτουργούν στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης: «Ενας τύπος τέτοιων δομών είναι τα κοινωνικά ιατρεία αλλά και άλλες τέτοιες κοινωνικές δομές που παρέχουν εντελώς δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας». Ομως, είναι σαφές ότι το πρόβλημα με τη συστηματική παρακολούθηση παραμένει.
«Οι λίστες αναμονής για ψυχιάτρους παιδιών και εφήβων μπορεί να φτάσουν και τα 2 χρόνια»
Σε κρίση δεν βρίσκεται μονάχα το δημόσιο σύστημα ψυχικής υγείας ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ενήλικους ψυχικά πάσχοντες. Η άμεση πρόσβαση στη θεραπεία που δικαιούνται παιδιά και έφηβοι με επιβαρυμένο ψυχικό φορτίο δεν είναι δυστυχώς αυτονόητη και δεδομένη εξαιτίας της μεγάλης υποστελέχωσης των δημόσιων δομών ψυχικής υγείας.
Τα σημερινά παιδιά και έφηβοι έρχονται αντιμέτωποι με πληθώρα προβλημάτων που χρήζουν άμεσης και συστηματικής αντιμετώπισης. «Υπάρχουν παιδιά με εσωτερικευμένα προβλήματα όπως είναι οι αγχώδεις διαταραχές, η κοινωνική φοβία αλλά και η εκδήλωση κρίσεων πανικού. Αντιμετωπίζουμε επίσης περιπτώσεις κυρίως έφηβων κοριτσιών που παρουσιάζουν διατροφικές διαταραχές. Τέλος, ειδική διαχείριση απαιτείται και για παιδιά με νευροαναπτυξιακά προβλήματα όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, αλλά και των παιδιών που κινούνται στο φάσμα του αυτισμού, τα οποία σημειώνουν αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια» επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Μάνος Τσαλαμανιός, ψυχίατρος, διευθυντής του Ψυχιατρικού Τμήματος Παιδιών Εφήβων ΓΝ Ασκληπιείου Βούλας και πρόεδρος της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος – ΕΝΩΨΥΠΕ.
Ο ίδιος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην έξαρση βίας μεταξύ νέων οι οποίοι «εναλλάσσονται σε ρόλο θύματος και θύτη», με το ψυχικό αποτύπωμα να είναι εμφανές στα παιδιά και τα νεαρά άτομα καθιστώντας επιτακτική την άμεση διαχείρισή του.
Οι γονείς των παιδιών που χρειάζονται ψυχιατρική υποστήριξη μπορούν να αποταθούν στις ψυχιατρικές κλινικές των μεγάλων δημόσιων παιδιατρικών νοσοκομείων, ενώ στην περιφέρεια αρμόδια είναι τα Κοινοτικά Κέντρα Ψυχικής Υγείας, όπου και αν υπάρχουν. Περνώντας το κατώφλι ενός δημόσιου νοσοκομείου τα παιδιά και οι γονείς τους έρχονται αντιμέτωποι με μία δυσάρεστη έκπληξη που δεν είναι άλλη από τις μεγάλες αναμονές. Οπως σημειώνει ο Μάνος Τσαλαμανιός, «οι λίστες αναμονής για ψυχιάτρους παιδιών και εφήβων είναι αρκετών μηνών. Κάποιες φορές μπορεί να είναι και δύο ετών. Εμείς έχουμε μακρά λίστα αναμονής από τη στιγμή που είμαστε δύο ψυχίατροι για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής και μέρους της Νότιας Αθήνας».
Είναι πολλά τα κενά
Διαχρονικό παραμένει και το πρόβλημα της υποστελέχωσης που εξηγεί και τον μεγάλο χρόνο αναμονής για παιδιά και νέους που έχουν ανάγκη άμεσης και συστηματικής θεραπείας. Σύμφωνα με τον έμπειρο ψυχίατρο, «υπάρχει μία δυσκολία στο να προκηρυχθούν και να καλυφθούν οι θέσεις των ειδικών όταν και όπου προκηρύσσονται. Είμαστε δηλαδή λιγότεροι από τους μισούς σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει. Είναι πολλά τα κενά». Ολα τα παραπάνω αναγκάζουν τους ψυχιάτρους να διαχειριστούν έναν μεγάλο όγκο περιστατικών. «Σήμερα είχα πέντε συναντήσεις το πρωί και έχω προγραμματισμένες άλλες πέντε για το απόγευμα» λέει ο ψυχίατρος για τις συνεδρίες που είχε να πραγματοποιήσει σε μία τυπική μέρα εργασίας στο ΓΝ Ασκληπιείο Βούλας.
Ως αποτέλεσμα, πέραν των παιδιών και εφήβων που πάσχουν από ψυχιατρικά νοσήματα και οι δημόσιοι λειτουργοί παιδοψυχιατρικής υγείας που ευσυνείδητα παρέχουν τις ποιοτικές υπηρεσίες τους κινδυνεύουν με εργασιακή εξουθένωση. «Είμαστε πολύ κοντά σε αυτό που αποκαλείται burn out έχοντας να διαχειριστούμε καθημερινά τόσα περιστατικά» καταλήγει ο Μάνος Τσαλαμανιός.
«Το κράτος οφείλει να προστατέψει τους πολίτες»
Ως αποτέλεσμα, η άμεση, συστηματική και αποτελεσματική ψυχολογική θεραπεία στη χώρα μας παραμένει δυστυχώς «ιδιωτική υπόθεση», καθώς, όπως δηλώνει η Κατερίνα Μάτσα, «μπορεί κανείς να λάβει δημόσια συστηματική θεραπεία, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, ο αριθμός αυτός που θα τη λάβουν είναι μικρός γιατί δεν είναι απεριόριστες οι δομές. Το κράτος οφείλει να φτιάξει τέτοιες δομές. Οφείλει να προστατέψει την ψυχική υγεία των πολιτών». Η ίδια τονίζει ότι δυστυχώς «αυτοί που δεν έχουν χρήματα είναι καταδικασμένοι και νιώθουν αβοήθητοι βιώνοντας μια κατάσταση βάρβαρη».
Τέλος, η Κατερίνα Μάτσα εκφράζει την έντονη ανησυχία της για το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι πάσχοντες, οι οποίοι μπορεί να βρίσκονται πολύ κοντά μας: «Οταν η πολιτεία θα γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, θα πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε για το διπλανό σπίτι που σίγουρα έχει κάποιον που πάσχει ψυχικά. Τι κάνουμε για αυτήν την οικογένεια που τον κρύβει φοβούμενη το στίγμα, το οποίο επεκτείνεται όχι μόνο στο άτομο που πάσχει αλλά και στην οικογένεια και στον περίγυρο. Τι κάνει η πολιτεία για αυτούς τους ανθρώπους;».