Η δήλωση της χθεσινής ημέρας για τον Στέφανο Κασσελάκη είναι του Χρήστου Σπίρτζη: «Ολοι όσοι είναι υποψήφιοι έχουν διατυπώσει κάποιες πολιτικές θέσεις. Ο κ. Κασσελάκης δίνει τη μάχη της ψαροταβέρνας. Εχει κάνει μια ομάδα περιφερόμενη, πήγε στην Αρτέμιδα, στη Σαλαμίνα, θα μας πει πόσο ποιοτική είναι η ταραμοσαλάτα και τα άλλα εδέσματα, για το ούζο και το τσίπουρο…».
Ο Σπίρτζης είναι κυνικός και μπορεί όποτε θέλει να γίνει κακός. Περισσότερο αστεία όμως είναι η απελπισμένη ομολογία του Κώστα Ζαχαριάδη, ο οποίος αισθάνεται εξευτελισμένος, και χρεώνει γι’ αυτό τον Κασσελάκη, του οποίου θα ζητήσει τη διαγραφή. Ποιο είναι το πρόβλημα του Ζαχαριάδη; Ας το διαβάσουμε με τα δικά του λόγια:
«Θέλει να κάνει κόμμα δικό του, να έχει έναν βουλευτή όπως ο Πέτρος Παππάς, που είναι υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και τότε δεν ήμασταν αυστηροί μαζί του. Μας εξευτέλισε. Εβαλε εμένα να βγαίνω και να τα μασάω για το “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” προεκλογικά. Και δεν μιλούσα. Το έκανα γαργάρα αριστερός άνθρωπος και έλεγα αηδίες, επειδή τα έλεγε ο πρόεδρος. Σοβαρά τώρα;».
Μπράβο στον Ζαχαριάδη που ομολογεί ότι έλεγε άλλα απ’ όσα πραγματικά πιστεύει, χωρίς ξύλο, αλλά επειδή τον είχε βάλει ο αρχηγός. Αλλά γιατί τον είχε βάλει ο αρχηγός «να λέει αηδίες»; Για το κόμμα, επειδή «το κόμμα είναι υπόθεση ζωής»; Επειδή ήταν υποψήφιος δήμαρχος, επειδή δηλαδή αγωνιζόταν για μια καρέκλα και για μια αμειβόμενη πολιτική θέση. Στην αγορά εργασίας τα πράγματα μπορεί να ήταν πολύ πιο σκληρά, εδώ καθάρισε για μια πενταετία με μια ομολογία πίστης στην πατρίδα και την οικογένεια. Και πώς κάνει έτσι; Στο κάτω κάτω, δεν κατεδαφίστηκε το ιερό φετίχ του, δεν ομολόγησε πουθενά ότι είναι καλά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Μου κάνει βέβαια εντύπωση ότι, ενώ τον έχει πειράξει η μικρή πρόσφατη και χωρίς επιπτώσεις ιδεολογική ασυνέπειά του, έχει ξεχάσει τη μεγάλη ιδεολογική ασυνέπειά του στη διαχείριση της χώρας. Βεβαίως, το 2015, όταν ο Αλέξης Τσίπρας υποσχόταν ότι θα βγάλει τη χώρα από τα Μνημόνια με έναν νόμο και με ένα άρθρο, αυτός δεν ήταν βουλευτής, έτσι δεν αναγκάστηκε να ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο. Ηταν όμως στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, ψηλά στην ιεραρχία της κομματικής καμαρίλας, αφού ήταν διορισμένος διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Αυτής της ομάδας που ανέχθηκε και τον Καμμένο και την κωλοτούμπα και το τρίτο Μνημόνιο και όλα τα συμπαρομαρτούντα που κάποιοι θυμόμαστε με τρόμο. Ο άνθρωπος που δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πει δημόσια έστω ένα συγγνώμη για την παραπλάνηση των ελλήνων πολιτών και, ασφαλώς, των πολλών τότε ψηφοφόρων του κόμματός του, σήμερα έχει τύψεις επειδή δεν ξεδίπλωσε τον ιδεολογικό πλούτο του σε μια πολύ πιο περιθωριακή φάση της ιστορίας του;
Μέχρι κι ο Παναγιώτης Λαφαζάνης παραδέχτηκε πρόσφατα ότι «το μ’ έναν νόμο και με ένα άρθρο του Τσίπρα ήταν μια βλακεία και το ξέραμε» και μόνο ο Κώστας Ζαχαριάδης το έχει ξεχάσει. Κι όπου και να ταξιδέψει ο Κασσελάκης τον πληγώνει.
Είτε Σπίρτζης είτε Ζαχαριάδης, πάντως, είτε στη λαδόκολλα είτε χύμα, είτε κυνικός είτε κλαίων, η ουσία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει μέσα στη χλεύη. Τα στελέχη του με τα χεράκια τους ετοίμασαν αυτή την πορεία προς την κωμωδία.
Κι είναι σωστό ότι από την ήττα επιστρέφεις. Από τη γελοιοποίηση, ποτέ.
Ακουγα τον Μίμη Πλέσσα
Το μικρό αυτό σημείωμα το χρωστούσα στη μνήμη του Μίμη Πλέσσα. Τον θυμάμαι, μαθητής γυμνασίου, δεκαετία του 1970, στη βραδινή εκπομπή του, μάλλον στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Ο Πλέσσας, με βαθιά φωνή, σταθερή, χωρίς κομπιάσματα και λάθη, απολύτως ραδιοφωνικός δηλαδή, παρουσίαζε μια εκπομπή με τίτλο «Ας μιλήσουμε για μουσική».
Μιλούσε με σοφία για είδη και για κουλτούρες που σε μικρά επαρχιωτάκια, όπως εγώ, ήταν ξένα, απόμακρα, άγνωστα. Με απλά λόγια, με ξεσήκωνε, άναβα το φως και κρατούσα σημειώσεις – τις χρησιμοποιούσα την επόμενη μέρα στο καλό δισκάδικο της πόλης όπου έμενα. Ηταν ένας δάσκαλος άθελά του – κι έκτοτε πάντα σκέπτομαι αυτό το ραδιόφωνο, που είναι μαζί διασκέδαση και διδασκαλία. Ετσι άνοιγαν τότε οι ορίζοντες.
Θυμάμαι ακόμα, ένα βράδυ του 1976, που πρωτοπαρουσίασε τον κύκλο τραγουδιών του «Χαμένα χρόνια», ένα δίσκο με στίχους του Γιάννη Κακουλίδη για τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, της κατοχής και του εμφυλίου. Τον άκουγα να μιλάει για εκείνα τα χρόνια – και τότε ήταν θαύμα να μιλάς για σκληρές εποχές διχασμού χωρίς συνθήματα, όπως μίλαγαν όλοι. Ακόμα ακούω τον δίσκο εκείνο, τη Βούλα Σαββίδη, τον Δημήτρη Ψαριανό, τον Γιώργο Μαρίνο. Και έχω στ’ αφτιά τη φωνή του συνθέτη τους. Τον θαύμαζα.