Στα είκοσί της χρόνια είχε ήδη εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων και δούλευε σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Εκείνη την περίοδο είχε τη συνήθεια να εγκαινιάζει κάθε χρόνο ένα καινούργιο ημερολόγιο και να γράφει στην πρώτη σελίδα τις εξής δύο φράσεις: «Μπορεί το παρόν να βοηθήσει το παρελθόν; Μπορούν οι ζωντανοί να βοηθήσουν τους νεκρούς;»

Tα χρόνια πέρασαν. Κι ενώ διένυε την πέμπτη δεκαετία της ζωής της, η Χαν Γκανγκ έγραψε το πιο πολιτικό της βιβλίο, τις «Ανθρώπινες πράξεις», με θέμα τη σφαγή 3.000 φοιτητών από τον στρατό στη γενέτειρά της, τη Γκουανγκ Τζου, τον Μάιο του 1980. Εκεί κατάλαβε ότι συνέβαινε το αντίθετο από αυτό που ένιωθε στα νιάτα της. Ηταν σαν το παρελθόν να βοηθάει το παρόν. Κάθε φορά που δείλιαζε, όποτε ταραζόταν από τη βία των ανθρώπων που περιέγραφε, της φαινόταν ότι ήταν οι νεκροί εκείνοι που τη βοηθούσαν. Οι νεκροί βοηθούσαν τους ζωντανούς, όχι το αντίθετο. Μια νέα δύναμη τότε τη διαπερνούσε. Η ουσία του βιβλίου ήταν αυτή η ένωση, αυτή η συνεργασία, του παρελθόντος με το παρόν.

Την εμπειρία της αυτή την είχε διηγηθεί η Χαν Γκανγκ στη Repubblica όταν κυκλοφόρησαν οι «Ανθρώπινες πράξεις» στην Ιταλία. Και η ιταλική εφημερίδα τη θυμήθηκε τώρα που η νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας τιμήθηκε με το Νομπέλ λογοτεχνίας. Θα έλεγε κανείς ότι στην περίπτωσή της τα πράγματα λειτούργησαν ανάποδα. Το λογικό θα ήταν να κάτσει να γράψει για το μακελειό στο Πανεπιστήμιο όσο ήταν ακόμη νέα και να αναρωτηθεί για το παρελθόν της όταν θα μεγάλωνε. Σε κάθε περίπτωση, οι διαπιστώσεις της είναι πολύτιμες. Χωρίς το παρελθόν, το παρόν δεν είναι μόνο αδύνατο, αλλά και ακατανόητο. Το παρελθόν θα μας σώσει.

Στην Ελλάδα θα μιλήσουμε για τη φετινή νομπελίστρια κυρίως με αφορμή τα δύο της βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, τη «Χορτοφάγο» και, φυσικά, το «Μάθημα ελληνικών» (και τα δύο στις εκδόσεις Καστανιώτη). Αξίζει όμως να σταθούμε σε ένα ακόμη βιβλίο της, πολιτικό κι αυτό. Eίναι το τελευταίο της, λέγεται «Μη λες αντίο» και πραγματεύεται την εξέγερση στο νησί Τζέτζου, στα νοτιοδυτικά της κορεατικής χερσονήσου, την περίοδο 1948-1949. Εκεί πήγε σε ηλικία 26 ετών χωρίς να ξέρει ότι είχαν σφαγιαστεί από την αντικομμουνιστική κυβέρνηση 30.000 άνθρωποι μέσα σε τρεις μήνες. Το έμαθε όταν η ηλικιωμένη γυναίκα που τη φιλοξενούσε στάθηκε μια μέρα μπροστά σ’ έναν τοίχο και της είπε ότι εκεί τους εκτελούσαν.

Οι νεκροί βοηθούν τους ζωντανούς, πράγματι. «Πάντα προσπαθούσα να αντιμετωπίσω αυτή την αντιφατική δύναμη που σπρώχνει τους ανθρώπους άλλοτε να πέφτουν σε μια σιδηροδρομική γραμμή για να σώσουν ένα παιδί κι άλλοτε να δολοφονούν τους συμπατριώτες τους κατά χιλιάδες», έλεγε πέρυσι η Χαν Γκανγκ στη Monde. «Οποιο βιβλίο κι αν γράφω, αυτή η βία επανέρχεται».